Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Επαναδιαπραγμάτευση, αξιοπιστία και λαϊκισμός

Γράφει ο Γιώργος Βοσκόπουλος*

Η προεκλογική περίοδος αναλώθηκε στην κατάθεση προτάσεων και δεσμεύσεων για επαναδιαπραγμάτευση των όρων της δανειακής σύμβασης. Αποτέλεσε μία όαση επιχειρηματολογίας και ορθολογισμού σε μία προσπάθεια συνεννόησης με συνομιλητές που εκ των πραγμάτων, εκ της θέσης τους και του ρόλου τους θα όφειλαν να αναγνωρίσουν τις αδυναμίες συγκεκριμένων όρων των Μνημονίων.
Το προφανές είναι ότι οι μη πολιτικά υπόλογοι τεχνοκράτες εκφράζουν τον νεο-φιλελεύθερο θετικισμό που αποδομεί βήμα βήμα ότι οικοδόμησαν πολιτικοί επί δεκαετίες στην Ευρώπη.
Η ικανότητα αναγνώρισης των λαθών και αδυναμιών των Μνημονίων θα έπρεπε να είχε προβληματίσει ακόμα και τεχνοκράτες. Αυτούς που καλούνται να παντρέψουν επιχειρησιακά τη γνώση, τον ορθολογισμό και την παραγωγή επιθυμητών αποτελεσμάτων. Η εμμονή τους σε μία ισοπεδωτική λογική θα πρέπει να εκληφθεί όχι απλά ως μία τεχνοκρατική αντίληψη διαχείρισης της κρίσης αλλά και ως μία συνειδητή πολιτική επιλογή τμημάτων της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ. Αυτό αποτελεί ένα δεδομένο που οφείλει να λάβει υπόψη της μία εθνική ηγεσία.


Η προεκλογική πανσπερμία ιδεών έδωσε τη θέση της σε μία άνυδρη πολιτικά και διαπραγματευτικά πραγματικότητα. Ωστόσο η ίδια η πολιτική ηγεσία είχε εξ αρχής υπονομεύσει την ικανότητα της να διαπραγματευτεί αφού δεν μπόρεσε να υλοποιήσει στοιχειώδεις διαρθρωτικές αλλαγές προκειμένου να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της φαρέτρα. Ήταν μία διαδικασία αυτο-υπονόμευσης την οποία εκμεταλλεύονται συστηματικά όσοι επιθυμούν να δουν την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης.


Το μέγα πολιτικό ζήτημα που τίθεται μετεκλογικά είναι η αποστεωμένη διάθεση διαπραγμάτευσης των κυβερνώντων και η ασυνέπεια που χαρακτηρίζει τον πολιτικό τους λόγο. Σε ένα πολιτικό σύστημα που καταρρέει και κατακερματίζεται η παρατεταμένη έλλειψη αξιοπιστίας λειτουργεί ως μία εσωτερική δύναμη απονομιμοποίησης. Οι προεκλογικές δεσμεύσεις για επαναδιαπραγμάτευση αποτελούν μία σαφή έκφραση λαϊκισμού, αφού στόχευσαν αποκλειστικά να ικανοποιήσουν την σχεδόν πάνδημη απαίτηση του εκλογικού σώματος να τεθεί ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας που να ικανοποιεί, μεταξύ άλλων, και τις ανάγκες των πολιτών. Ήταν οι σειρήνες στα αυτιά ενός εγκλωβισμένου εκλογικού σώματος που αναζητούσε στα τυφλά, χωρίς ιδεολογικές ή κομματικές ταυτότητες, μία διέξοδο και μία ελπίδα. Οι ψηφοφόροι αναζητούσαν αυτόν ή αυτούς που θα τους εξασφάλιζαν όχι ότι θα κέρδιζαν τα πάντα αλλά κυρίως ότι δεν θα έχαναν τα πάντα. Αυτό που οι περισσότεροι είχαν κατά νου συνιστούσε έκφραση ενός λογικευμένου μινιμαλισμού και όχι ενός υπερφίαλου αναθεωρητικού μαξιμαλισμού.


Ο ανορθολογισμός αυτών που υποσχέθηκαν ότι θα μπορούσαν συνοπτικά να ακυρώσουν τα συμφωνηθέντα με την Τρόικα βρέθηκε αντιμέτωπος με την ορθολογική για τους αντιπάλους τους επιλογή έκφρασης ενός πολικάντικου λόγου που δεν θεμελιωνόταν σε στέρεα αλλά καινοφανή επιχειρήματα και έωλες προσδοκίες. Αν το έπραξαν συνειδητά αποτελούν μια μεταλλαγμένη παραφυάδα ενός αποτυχημένου και παρασιτικού πολιτικού συστήματος που αρνείται επίμονα να αποδεχθεί την αποτυχία του. Αν το έπραξαν λόγω λανθασμένης αξιολόγησης της διαπραγματευτικής ισχύος της χώρας είναι εξίσου επικίνδυνοι με αυτούς που μας οδήγησαν στη δημοσιονομική κλίνη του Προκρούστη καθιστώντας μας έθνος ανάδελφο.


*Επίκουρος Καθηγητής
Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου