H οικονομική κρίση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα σχεδόν τα τρία τελευταία χρόνια συνέβαλλε στο να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με τις δυνατότητες της χώρας για να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες για τα οποία υπάρχει ζήτηση και στο εξωτερικό, και γενικότερα για το βαθμό στον οποίο είναι ανταγωνιστική. Παράλληλα, γίνεται μια μεγαλύτερη συζήτηση για την αναγκαιότητα ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας. Όλοι ζητούν ανάπτυξη και αναπτυξιακά μέτρα (κάποια και με μοντέρνους όρους, όπως η περιβόητη «πράσινη ανάπτυξη»), με διαφορετικές ερμηνείες του όρου «ανάπτυξη» και διαφορετικές απόψεις για το ποιες πολιτικές μπορούν να φέρουν ανάπτυξη, ανάλογα με τις διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες. Είναι αναγκαίο ωστόσο να αποσαφηνιστούν ορισμένες έννοιες, ώστε τουλάχιστον να γίνεται η συζήτηση σε κάποια κοινή βάση.
Ένας κοινός ορισμός της ανάπτυξης, όπως χρησιμοποιείται από την πλειοψηφία των διεθνών οικονομικών οργανισμών και των ακαδημαϊκών εγχειριδίων, είναι η ικανότητα ενός κράτους να βελτιώνει συνεχώς και διαρκώς (ο χρόνος έχει ιδιαίτερη σημασία στη μελέτη της ανάπτυξης) το συνδυασμό αγαθών που παράγει και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών του. Συγγενής είναι ο όρος «μεγέθυνση» (που πολλές φορές χρησιμοποιείται αντί της ανάπτυξης) που εκφράζει την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) και άλλων μέτρων του συνολικού εισοδήματος μιας οικονομίας, που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της παραγωγικότητας, δηλαδή στην παραγωγή περισσότερων αγαθών με τις ίδιες ποσότητες κεφαλαίου, ανθρώπινου δυναμικού, γης, ενέργειας και άλλων υλών. Η μεγέθυνση δηλαδή αποτελεί την καθαρά οικονομική έκφραση της ανάπτυξης.
Η ανταγωνιστικότητα, από την άλλη πλευρά, με σύνθεση των ορισμών που χρησιμο-ποιούν το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (στο εξής ΟΟΣΑ), μπορεί να περιγραφεί ως «ο βαθμός στον οποίο ένα εθνικό οικονομικό σύστημα είναι σε θέση να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες που ικανοποιούν τις απαιτήσεις των εγχωρίων και διεθνών αγορών και να βελτιώνει συνεχώς το επίπεδο ευημερίας των πολιτών του, καθώς και το σύνολο πολιτικών και θεσμών που ευνοούν την ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας».
O δε ορισμός της ανταγωνιστικότητας που χρησιμοποιεί το Εθνικό Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας και Ανάπτυξης είναι «να αυξάνει τον παραγόμενο πλούτο, να αξιοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό της και να εκμεταλλεύεται τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, όπως επίσης να ενισχύει τις υποδομές και τους θεσμούς της, κάνοντας τη γνώση προσβάσιμη και διαθέσιμη σε όλους, και να αναβαθμίζει το επενδυτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον». Το ΕΣΑΑ τα έτη 2004-2008 εξέδιδε μια ετήσια μελέτη σχετικά με την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Οικονομίας, στην οποία συνδύαζε δεδομένα από κατατάξεις διεθνών οργανισμών για τη δημιουργία ενός Εθνικού Συστήματος Μέτρησης της Ανταγωνιστικότητας.
Συνοπτικά θα παρατεθούν ακολούθως όσα αναφέρονται σχετικά με την Ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Οικονομίας σε τρεις βασικές ετήσιες μελέτες: α) την έκθεση Ανταγωνιστικότητας για την περίοδο 2010-2011 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, β) την Επετηρίδα Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας για το 2011 του Institute for Management Development και γ) την Έκθεση Επιχειρηματικής Δραστηριότητας (Doing Business) της Παγκόσμιας Τράπεζας.
- Και στις τρεις μελέτης η Ελλάδα έχει υποστεί σημαντική πτώση τον τελευταίο χρόνο, τόσο λόγω της βαθιάς κρίσης που περνάει όσο και λόγω των πολιτικών που εφαρμόζονται και επιτείνουν την κρίση αυτή.
- Στην έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (στο εξής WEF) η Ελλάδα κατατάσσεται 83η από τις 139 χώρες που μελετώνται, ενώ την περίοδο 2009-2010 βρισκόταν στην 71ηθέση. Στην Επετηρίδα Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας η Ελλάδα κατατάσσεται 56η από τις 59 χώρες που μελετώνται, με πτώση 10 μονάδων από την περίοδο 2009-2010, προσπερνώντας μόνο τις Ουκρανία, Κροατία και Βενεζουέλα. Στην έκθεση Doing Business για το 2011, η Ελλάδα κατατάσσεται στη θέση 109 από τις 183 χώρες που μελετώνται, με πτώση 12 μονάδων από την περίοδο 2009-2010.
- Και από τις τρεις μελέτες γίνεται σαφές πως το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας δεν ευνοεί την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική δραστηριότητα εν γένει. Βασικές αιτίες: α) Ανυπαρξία θεσμικού πλαισίου που θα διευκολύνει την ανάπτυξη επιχειρήσεων και ιδιωτικών πρωτοβουλιών, β) υψηλή φορολογία, γ)δαιδαλώδης γραφειοκρατία και αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, γδ αναποτελεσματική λειτουργία αγορών προϊόντων, εργασίας και κεφαλαίου , ε) μακροοικονομική αστάθεια και στ) έλλειψη φιλικής προς την επιχειρηματικότητα και τον ανταγωνισμό κουλτούρας στην κοινωνία εν γένει.
Και οι τρεις έρευνες αποδίδουν σημαντικό μέρος της πτώσης των επιπέδων ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής Οικονομίας στις πολιτικές που εφαρμόζονται στα πλαίσια του Μνημονίου (πέραν των χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων) και στην απουσία αναπτυξιακής πολιτικής. Γίνεται σαφές συνεπώς πως χωρίς αναπτυξιακά μέτρα και πολιτικές ενδυνάμωσης της ανταγωνιστικότητας δεν θα μπορέσει η χώρα να βγει σύντομα από την κρίση των τελευταίων ετών. Το ότι «η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα» είναι από τις πιο συνηθισμένες εκφράσεις στο δημόσιο διάλογο τα τελευταία χρόνια. Για το λόγο αυτό και χρειάζεται σοβαρή μελέτη και στρατηγικός σχεδιασμός για την κατάρτιση αναπτυξιακού προγράμματος που θα έχει ως βασικούς στόχους:
- Την ανάδειξη των κρίσιμων κλάδων στους οποίους η Ελλάδα παρουσιάζει εθνικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (τουρισμός, ναυτιλία, αλιεία, γεωργία κλπ) και μπορεί να παράγει αγαθά εμπορεύσιμα και ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές.
- Τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που θα ευνοεί την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, μέσα από την απλοποίηση των διαδικασιών ίδρυσης νέων επιχειρήσεων, τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, τη χρήση των κοινοτικών κεφαλαίων για την ενίσχυση νέων καινοτόμων πρωτοβουλιών, αλλά και τη σύνδεση της Εκπαίδευσης και της Έρευνας με τις ανάγκες της αγοράς. Έτσι, ο δημόσιος τομέας θα λειτουργήσει ως «επιταχυντής» για την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, χωρίς βέβαια να τον υποκαθιστά.
Σταύρος Βουρλούμης
Υπεύθυνος Σύνταξης Newsletter
Μέλος Γραμματείας Πολιτικού Σχεδιασμού
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου