Σε 510 δισ. ευρώ ανέρχεται το συνολικό ύψος της γερμανικής οφειλής προς την Ελλάδα, που ακόμα παραμένει ύστερα από εβδομήντα χρόνια ανεξόφλητη.
Το ποσό αυτό, σύμφωνα με το δημοσίευμα του περιοδικού «Επίκαιρα», αφορά αποκλειστικά στις καταβολές που απαίτησαν και αναγκαστικά έλαβαν από το ελληνικό κρατικό ταμείο οι Γερμανοί κατακτητές την περίοδο της Κατοχής.
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, όταν η Γερμανία και από πίσω της η Ιταλία κατέλαβαν την Ελλάδα την άνοιξη του 1941, οι διεθνείς Συμβάσεις της Χάγης ήδη από το 1907 προνοούσαν την εκ μέρους του κατεχόμενου κράτους καταβολή εξόδων για τη διαβίωση και συντήρηση των κατοχικών στρατευμάτων. Αρχικά, ο Γερμανός και ο Ιταλός κατακτητής επέβαλαν αυθαίρετη μέθοδο πληρωμής αυτών των εξόδων με την κυκλοφορία των λεγόμενων «μάρκων κατοχής» και αντίστοιχα «μεσογειακών δραχμών» που, μάλιστα, τυπώνονταν κατά βούληση.
Οι αρμόδιοι του ελληνικού κατοχικού κράτους αντέδρασαν από την ανεξέλεγκτη κυκλοφορία αυτού του χαρτονομίσματος, το οποίο η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν υποχρεωμένη να το ανταλλάσσει με το επίσημο ελληνικό χαρτονόμισμα στους κομιστές. Και τελικά, τρεις μήνες αργότερα αποσύρθηκαν ολοκληρωτικά τα μάρκα κατοχής και οι μεσογειακές δραχμές, ώστε όλες οι συναλλαγές των κατακτητών με τους προμηθευτές τους και όλες οι άλλες δαπάνες τους στην Ελλάδα να γίνονται μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το ύψος των κατοχικών δανείων
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, μετά την απελευθέρωση, ο αρμόδιος θεσμικός φορέας, η Τράπεζα της Ελλάδος, βάσει των σχετικών λογαριασμών που τηρούσε, προσδιόρισε το σύνολο των καταβολών που δόθηκαν από την αρχή στους κατακτητές σε όλο το διάστημα της Κατοχής.
Το συνολικό ποσό που αφορά στη Γερμανία ανέρχεται σε 1.617.781.093.648.819 δρχ, και στην Ιταλία σε 220.479.188.480 δρχ.
Μετά την αφαίρεση των κατά τα διεθνή νόμιμα εξόδων κατοχής, όπως αυτά συμφωνήθηκαν με τους κατακτητές, η μεν Γερμανία έλαβε πέραν αυτών ως προκαταβολές 1.530.033.302.528.819 δρχ, και η Ιταλία αντίστοιχα 157.053.637.000 δρχ.
Αυτά τα ποσά είναι τα λεγόμενα κατοχικά δάνεια, που θα έπρεπε- κατά τις Συμφωνίες του Μαρτίου του 1942 και του Δεκεμβρίου του 1942- να επιστραφούν με τη λήξη του πολέμου.
Την άποψη ότι ο υπολογισμός του κατοχικού δανείου δεν είναι ορθός αν γίνει με τη βάση της χρυσής λίρας πρώτος υποστήριξε ο καθηγητής, Άγγελος Αγγελόπουλος, επιμένοντας ότι πιο ορθολογική και αντιπροσωπευτική είναι εκείνη του δολαρίου.
Στην περίπτωση αυτή, πρόσθετε, κατά την εκτίμησή του το κεφάλαιο οριζόταν για τη Γερμανία σε 151 εκατ. δολάρια και μέχρι το 1964 θα έπρεπε να προστεθούν 177 εκατ. δολάρια για τόκους από 1ης Ιανουαρίου 1942, δηλαδή συνολικά 328 εκατ. δολάρια.
Από την άλλη μεριά, δεν είναι ορθολογική η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου, διότι χρησιμοποιεί μεθοδολογία που στην πραγματικότητα μειώνει το σύνολο της οφειλής με το να λαμβάνει εσφαλμένη εκκίνηση της οφειλής στα 151 εκατ. δολάρια, που τον Απρίλιο του 1964 αντιστοιχούσαν σε 15.100.000 χρυσές λίρες ή κατ’ επέκταση το 2012 σε 4.530.000.000 ευρώ.
Με τη Διάσκεψη της Ειρήνης του 1946 τα δάνεια είναι έντοκα, ώστε το αρχικό κεφάλαιο των 100 δις να ανέρχεται σήμερα, με χαμηλό επιτόκιο 2,5% στα 510.033.165.000 ευρώ.
Το ποσό αυτό, σύμφωνα με το δημοσίευμα του περιοδικού «Επίκαιρα», αφορά αποκλειστικά στις καταβολές που απαίτησαν και αναγκαστικά έλαβαν από το ελληνικό κρατικό ταμείο οι Γερμανοί κατακτητές την περίοδο της Κατοχής.
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, όταν η Γερμανία και από πίσω της η Ιταλία κατέλαβαν την Ελλάδα την άνοιξη του 1941, οι διεθνείς Συμβάσεις της Χάγης ήδη από το 1907 προνοούσαν την εκ μέρους του κατεχόμενου κράτους καταβολή εξόδων για τη διαβίωση και συντήρηση των κατοχικών στρατευμάτων. Αρχικά, ο Γερμανός και ο Ιταλός κατακτητής επέβαλαν αυθαίρετη μέθοδο πληρωμής αυτών των εξόδων με την κυκλοφορία των λεγόμενων «μάρκων κατοχής» και αντίστοιχα «μεσογειακών δραχμών» που, μάλιστα, τυπώνονταν κατά βούληση.
Οι αρμόδιοι του ελληνικού κατοχικού κράτους αντέδρασαν από την ανεξέλεγκτη κυκλοφορία αυτού του χαρτονομίσματος, το οποίο η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν υποχρεωμένη να το ανταλλάσσει με το επίσημο ελληνικό χαρτονόμισμα στους κομιστές. Και τελικά, τρεις μήνες αργότερα αποσύρθηκαν ολοκληρωτικά τα μάρκα κατοχής και οι μεσογειακές δραχμές, ώστε όλες οι συναλλαγές των κατακτητών με τους προμηθευτές τους και όλες οι άλλες δαπάνες τους στην Ελλάδα να γίνονται μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το ύψος των κατοχικών δανείων
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, μετά την απελευθέρωση, ο αρμόδιος θεσμικός φορέας, η Τράπεζα της Ελλάδος, βάσει των σχετικών λογαριασμών που τηρούσε, προσδιόρισε το σύνολο των καταβολών που δόθηκαν από την αρχή στους κατακτητές σε όλο το διάστημα της Κατοχής.
Το συνολικό ποσό που αφορά στη Γερμανία ανέρχεται σε 1.617.781.093.648.819 δρχ, και στην Ιταλία σε 220.479.188.480 δρχ.
Μετά την αφαίρεση των κατά τα διεθνή νόμιμα εξόδων κατοχής, όπως αυτά συμφωνήθηκαν με τους κατακτητές, η μεν Γερμανία έλαβε πέραν αυτών ως προκαταβολές 1.530.033.302.528.819 δρχ, και η Ιταλία αντίστοιχα 157.053.637.000 δρχ.
Αυτά τα ποσά είναι τα λεγόμενα κατοχικά δάνεια, που θα έπρεπε- κατά τις Συμφωνίες του Μαρτίου του 1942 και του Δεκεμβρίου του 1942- να επιστραφούν με τη λήξη του πολέμου.
Την άποψη ότι ο υπολογισμός του κατοχικού δανείου δεν είναι ορθός αν γίνει με τη βάση της χρυσής λίρας πρώτος υποστήριξε ο καθηγητής, Άγγελος Αγγελόπουλος, επιμένοντας ότι πιο ορθολογική και αντιπροσωπευτική είναι εκείνη του δολαρίου.
Στην περίπτωση αυτή, πρόσθετε, κατά την εκτίμησή του το κεφάλαιο οριζόταν για τη Γερμανία σε 151 εκατ. δολάρια και μέχρι το 1964 θα έπρεπε να προστεθούν 177 εκατ. δολάρια για τόκους από 1ης Ιανουαρίου 1942, δηλαδή συνολικά 328 εκατ. δολάρια.
Από την άλλη μεριά, δεν είναι ορθολογική η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου, διότι χρησιμοποιεί μεθοδολογία που στην πραγματικότητα μειώνει το σύνολο της οφειλής με το να λαμβάνει εσφαλμένη εκκίνηση της οφειλής στα 151 εκατ. δολάρια, που τον Απρίλιο του 1964 αντιστοιχούσαν σε 15.100.000 χρυσές λίρες ή κατ’ επέκταση το 2012 σε 4.530.000.000 ευρώ.
Με τη Διάσκεψη της Ειρήνης του 1946 τα δάνεια είναι έντοκα, ώστε το αρχικό κεφάλαιο των 100 δις να ανέρχεται σήμερα, με χαμηλό επιτόκιο 2,5% στα 510.033.165.000 ευρώ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου