Πυρσοί, λύχνοι, κεριά, λυχνάρια, καντήλια, πολυκάνδηλα, λαμπτήρες, είναι μέσα που χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο για να ικανοποιήσει την ανάγκη του φωτισμού. Πώς όμως ξεκίνησαν όλα; Τι γνωρίζουμε για την εξέλιξή του;
Η διεπιστημονική ημερίδα με τίτλο «Ο τεχνητός φωτισμός από την αρχαιότητα έως σήμερα», που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο στο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη, κατάφερε να «φωτίσει» όσο το δυνατόν πληρέστερα το θέμα της εξέλιξης του τεχνητού φωτισμού δια μέσου των αιώνων, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μέσα από την παρουσίαση ανασκαφικών δεδομένων, ιστορικών μαρτυριών και σύγχρονων φωτομετρικών αναλύσεων.
Η ιδέα της ημερίδας ήταν της Μαρίας Σάρδη,ιστορικού της τέχνης και επιστημονικής συνεργάτιδας του Μουσείου Μπενάκη.
Η έμπνευσή της προήλθε από την έκθεση «Μια ιστορία από φως στο φως», που εγκαινιάστηκε τον περασμένο Οκτώβριο στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης, με θέμα την εξέλιξη του τεχνητού φωτός από την αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα στη Θεσσαλονίκη.
«Η ιδέα αυτή βρήκε αμέσως γόνιμο έδαφος και αποδοχή από τη διοίκηση και τις επιμελήτριες της ισλαμικής συλλογής του Μουσείου Μπενάκη, κυρίως δε από την αναπληρώτρια διευθύντρια Ειρήνη Γερουλάνου, την οποία θα ήθελα να ευχαριστήσω και δημοσίως για τη βοήθειά της σε όλα τα στάδια της προετοιμασίας» τόνισε η κ. Σάρδη στον χαιρετισμό της.
«Η συγκέντρωση τόσων μελετητών από διαφορετικά επιστημονικά πεδία που θα παρουσιάσουν τις νεότερες έρευνες τους σχετικά με το θέμα του τεχνητού φωτισμού, τονίζει τον χαρακτήρα της παρούσας ημερίδας η οποία είναι τόσο διεπιστημονική όσο και διαπολιτιστική» επισήμανε από την πλευρά της η κ. Γερουλάνου, τονίζοντας ότι τα δύο αυτά στοιχεία εμπεριέχονται στη φιλοσοφία του Μουσείου Μπενάκη από την αρχή της δημιουργίας του.
Στην ημερίδα, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, με κοινό ερευνητικό ενδιαφέρον τον τεχνητό φωτισμό, προσέγγισαν το θέμα μέσα από την αρχαιολογική, ιστορική, λαογραφική, κοινωνική και τεχνολογική διάσταση.
Όλες οι διαλέξεις, εμπλουτισμένες με φωτογραφίες και εικονογραφικό υλικό, κατατόπισαν ειδικούς και μη, ως προς το συγκεκριμένο αντικείμενο.
«Τα μέσα τεχνητού φωτισμού που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και στην υπόλοιπη υφήλιο μέχρι τουλάχιστον τον 19ο αιώνα, οπότε ανακαλύφθηκε ο ηλεκτρισμός, ήταν, ουσιαστικά, μέσα διατήρησης της φωτιάς: Οι εστίες, σταθερές και φορητές, όπου το καύσιμο υλικό ήταν το ξύλο ή το κάρβουνο, οι πυρσοί ή δάδες, το τεμάχιο δηλαδή ξύλου -ή τα πολλά τεμάχια δεμένα μεταξύ τους-, που άναβαν στη μια άκρη με ή χωρίς τη βοήθεια εύφλεκτου υλικού, οι λύχνοι, δηλαδή τα δοχεία με καύσιμο υλικό σε υγρή ή υγροποιούμενη κατά την καύση μορφή και φιτίλι, καθώς και τα κεριά, το υγροποιούμενο κατά την καύση υλικό, το οποίο περιβάλλει φιτίλι» επισήμανε η δρ. Δωρίνα Μουλλού, αρχαιολόγος από τη διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.
Όσο για το κόστος των καυσίμων, η ίδια τόνισε ότι «ένα τάλαντο καύσιμα ξύλα (περίπου 37 κιλά) κόστιζε στα τέλη του 4ου π. Χ. αιώνα και κατά τη διάρκεια του 3ου π. Χ αιώνα, από 1 δραχμή και 1 οβολό, έως 1 δραχμή και 2 οβολούς.
Για να αντιληφθούμε την αξία των τιμών αυτών πρέπει να σημειώσουμε ότι ο μισθός ενός ανειδίκευτου εργάτη στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αι. π. Χ ήταν 3 οβολοί (6 οβολοί= 1 δραχμή) και του ειδικευμένου 1 δραχμή.
Μια εύπορη σχετικά οικογένεια, τριμελής με δύο δούλους, ξόδευε, το 400 π. Χ, περίπου 1.000 δραχμές το χρόνο, δηλαδή σχεδόν τρεις δραχμές την ημέρα».
Ο πιο πετυχημένος φωτισμός
Ποιος ήταν ο πιο πετυχημένος φωτισμός στην αρχαιότητα από άποψη κατανομής της φωτεινής έντασης στον χώρο;
Στο ερώτημα αυτό απάντησε ο δρ. Λάμπρος Δούλος, μέσα από τα πειράματα που διεξήχθησαν για πρώτη φορά -και για τον σκοπό της ημερίδας- στο Εργαστήριο Φωτοτεχνίας της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των ερευνών, το καλύτερο αποτέλεσμα -από άποψη φωτεινότητας - είχε η δάδα και αμέσως μετά ο μινωικός λύχνος και το κερί της μέλισσας.
«Οι λύχνοι αναρρόφησης και τα κεριά μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για δραστηριότητες όπως το διάβασμα, ενώ οι λύχνοι επίπλευσης ήταν κατάλληλοι για απαλό φωτισμό, όπως στα συμπόσια.
Τη λύση για πιο έντονο φωτισμό έδινε η δάδα ή η χρήση περισσότερων της μίας φλόγας» διευκρίνισε ο ερευνητής, τονίζοντας ότι ο τεχνητός φωτισμός στην αρχαιότητα δεν ήταν προνόμιο των πλουσίων, ενώ επέτρεπε τις περισσότερες εργασίες, παρότι εμείς σήμερα έχουμε συνηθίσει σε πολύ μεγαλύτερα επίπεδα φωτισμού.
Για τη διαδικασία της αντεκτύπωσης (surmoulage), της αναπαραγωγής μίας ή περισσότερων σειρών λυχναριών από μήτρα που προήλθε από αντιγραφή ενός εισηγμένου λύχνου, έκανε λόγο ο δρ. Πλάτων Πετρίδης, επίκουρος καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Η διαδικασία της αντεκτύπωσης αφορούσε την πιστή αναπαραγωγή και των δύο πλευρών των λυχναριών ή μόνο της πάνω επιφάνειας ή συγκεκριμένων στοιχείων διακόσμησης της πάνω επιφάνειας ή μόνο της επιγραφής στο κάτω μέρος» επισήμανε στην ενδιαφέρουσα διάλεξή του ο κ. Πετρίδης, περιγράφοντας τα πιο γνωστά εργαστήρια αντιγραφής λυχναριών της ρωμαϊκής και πρωτοβυζαντινής περιόδου, όπως τα κορινθιακά, τα πατρινά, τα αττικά και τα βορειοαφρικανικά.
Μέσα από τις εισηγήσεις, το κοινό ταξίδεψε στα φωτιστικά σκεύη του Βυζαντίου, στα λυχνάρια των προσκυνητών της Αγίας Κορυφής του όρους Σινά, στα αντικείμενα τεχνητού φωτισμού στα ισλαμικά τεμένη, στη λυχνολογική παράδοση στον εβραϊκό πολιτισμό, αλλά και στον ηλεκτροφωτισμό της ελληνικής κοινωνίας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Παράλληλα, δεν έλειψαν και οι προτάσεις για τον φωτισμό αρχαιολογικών χώρων και μουσείων με φωτοβολταϊκά συστήματα, όπως η αντίστοιχη μελέτη για την αρχαία Μεσσήνη ή οι λύσεις φωτισμού εκθεσιακών χώρων και προθηκών με φυσικό και τεχνητό φως, οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν σε νέα ή παλαιά μουσεία, αλλά και σε ιστορικά μνημεία, καθώς η εξέλιξη στον τομέα του φωτισμού στις μέρες μας μπορεί να βοηθήσει στην ανάδειξη έργων τέχνης, αλλά και στην προστασία τους από τη βλαπτική ακτινοβολία.
Πηγή: ΑΜΠΕ
http://www.nooz.gr
Η διεπιστημονική ημερίδα με τίτλο «Ο τεχνητός φωτισμός από την αρχαιότητα έως σήμερα», που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο στο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη, κατάφερε να «φωτίσει» όσο το δυνατόν πληρέστερα το θέμα της εξέλιξης του τεχνητού φωτισμού δια μέσου των αιώνων, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μέσα από την παρουσίαση ανασκαφικών δεδομένων, ιστορικών μαρτυριών και σύγχρονων φωτομετρικών αναλύσεων.
Η ιδέα της ημερίδας ήταν της Μαρίας Σάρδη,ιστορικού της τέχνης και επιστημονικής συνεργάτιδας του Μουσείου Μπενάκη.
Η έμπνευσή της προήλθε από την έκθεση «Μια ιστορία από φως στο φως», που εγκαινιάστηκε τον περασμένο Οκτώβριο στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης, με θέμα την εξέλιξη του τεχνητού φωτός από την αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα στη Θεσσαλονίκη.
«Η ιδέα αυτή βρήκε αμέσως γόνιμο έδαφος και αποδοχή από τη διοίκηση και τις επιμελήτριες της ισλαμικής συλλογής του Μουσείου Μπενάκη, κυρίως δε από την αναπληρώτρια διευθύντρια Ειρήνη Γερουλάνου, την οποία θα ήθελα να ευχαριστήσω και δημοσίως για τη βοήθειά της σε όλα τα στάδια της προετοιμασίας» τόνισε η κ. Σάρδη στον χαιρετισμό της.
«Η συγκέντρωση τόσων μελετητών από διαφορετικά επιστημονικά πεδία που θα παρουσιάσουν τις νεότερες έρευνες τους σχετικά με το θέμα του τεχνητού φωτισμού, τονίζει τον χαρακτήρα της παρούσας ημερίδας η οποία είναι τόσο διεπιστημονική όσο και διαπολιτιστική» επισήμανε από την πλευρά της η κ. Γερουλάνου, τονίζοντας ότι τα δύο αυτά στοιχεία εμπεριέχονται στη φιλοσοφία του Μουσείου Μπενάκη από την αρχή της δημιουργίας του.
Στην ημερίδα, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, με κοινό ερευνητικό ενδιαφέρον τον τεχνητό φωτισμό, προσέγγισαν το θέμα μέσα από την αρχαιολογική, ιστορική, λαογραφική, κοινωνική και τεχνολογική διάσταση.
Όλες οι διαλέξεις, εμπλουτισμένες με φωτογραφίες και εικονογραφικό υλικό, κατατόπισαν ειδικούς και μη, ως προς το συγκεκριμένο αντικείμενο.
«Τα μέσα τεχνητού φωτισμού που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και στην υπόλοιπη υφήλιο μέχρι τουλάχιστον τον 19ο αιώνα, οπότε ανακαλύφθηκε ο ηλεκτρισμός, ήταν, ουσιαστικά, μέσα διατήρησης της φωτιάς: Οι εστίες, σταθερές και φορητές, όπου το καύσιμο υλικό ήταν το ξύλο ή το κάρβουνο, οι πυρσοί ή δάδες, το τεμάχιο δηλαδή ξύλου -ή τα πολλά τεμάχια δεμένα μεταξύ τους-, που άναβαν στη μια άκρη με ή χωρίς τη βοήθεια εύφλεκτου υλικού, οι λύχνοι, δηλαδή τα δοχεία με καύσιμο υλικό σε υγρή ή υγροποιούμενη κατά την καύση μορφή και φιτίλι, καθώς και τα κεριά, το υγροποιούμενο κατά την καύση υλικό, το οποίο περιβάλλει φιτίλι» επισήμανε η δρ. Δωρίνα Μουλλού, αρχαιολόγος από τη διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.
Όσο για το κόστος των καυσίμων, η ίδια τόνισε ότι «ένα τάλαντο καύσιμα ξύλα (περίπου 37 κιλά) κόστιζε στα τέλη του 4ου π. Χ. αιώνα και κατά τη διάρκεια του 3ου π. Χ αιώνα, από 1 δραχμή και 1 οβολό, έως 1 δραχμή και 2 οβολούς.
Για να αντιληφθούμε την αξία των τιμών αυτών πρέπει να σημειώσουμε ότι ο μισθός ενός ανειδίκευτου εργάτη στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αι. π. Χ ήταν 3 οβολοί (6 οβολοί= 1 δραχμή) και του ειδικευμένου 1 δραχμή.
Μια εύπορη σχετικά οικογένεια, τριμελής με δύο δούλους, ξόδευε, το 400 π. Χ, περίπου 1.000 δραχμές το χρόνο, δηλαδή σχεδόν τρεις δραχμές την ημέρα».
Ο πιο πετυχημένος φωτισμός
Ποιος ήταν ο πιο πετυχημένος φωτισμός στην αρχαιότητα από άποψη κατανομής της φωτεινής έντασης στον χώρο;
Στο ερώτημα αυτό απάντησε ο δρ. Λάμπρος Δούλος, μέσα από τα πειράματα που διεξήχθησαν για πρώτη φορά -και για τον σκοπό της ημερίδας- στο Εργαστήριο Φωτοτεχνίας της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των ερευνών, το καλύτερο αποτέλεσμα -από άποψη φωτεινότητας - είχε η δάδα και αμέσως μετά ο μινωικός λύχνος και το κερί της μέλισσας.
«Οι λύχνοι αναρρόφησης και τα κεριά μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για δραστηριότητες όπως το διάβασμα, ενώ οι λύχνοι επίπλευσης ήταν κατάλληλοι για απαλό φωτισμό, όπως στα συμπόσια.
Τη λύση για πιο έντονο φωτισμό έδινε η δάδα ή η χρήση περισσότερων της μίας φλόγας» διευκρίνισε ο ερευνητής, τονίζοντας ότι ο τεχνητός φωτισμός στην αρχαιότητα δεν ήταν προνόμιο των πλουσίων, ενώ επέτρεπε τις περισσότερες εργασίες, παρότι εμείς σήμερα έχουμε συνηθίσει σε πολύ μεγαλύτερα επίπεδα φωτισμού.
Για τη διαδικασία της αντεκτύπωσης (surmoulage), της αναπαραγωγής μίας ή περισσότερων σειρών λυχναριών από μήτρα που προήλθε από αντιγραφή ενός εισηγμένου λύχνου, έκανε λόγο ο δρ. Πλάτων Πετρίδης, επίκουρος καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Η διαδικασία της αντεκτύπωσης αφορούσε την πιστή αναπαραγωγή και των δύο πλευρών των λυχναριών ή μόνο της πάνω επιφάνειας ή συγκεκριμένων στοιχείων διακόσμησης της πάνω επιφάνειας ή μόνο της επιγραφής στο κάτω μέρος» επισήμανε στην ενδιαφέρουσα διάλεξή του ο κ. Πετρίδης, περιγράφοντας τα πιο γνωστά εργαστήρια αντιγραφής λυχναριών της ρωμαϊκής και πρωτοβυζαντινής περιόδου, όπως τα κορινθιακά, τα πατρινά, τα αττικά και τα βορειοαφρικανικά.
Μέσα από τις εισηγήσεις, το κοινό ταξίδεψε στα φωτιστικά σκεύη του Βυζαντίου, στα λυχνάρια των προσκυνητών της Αγίας Κορυφής του όρους Σινά, στα αντικείμενα τεχνητού φωτισμού στα ισλαμικά τεμένη, στη λυχνολογική παράδοση στον εβραϊκό πολιτισμό, αλλά και στον ηλεκτροφωτισμό της ελληνικής κοινωνίας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Παράλληλα, δεν έλειψαν και οι προτάσεις για τον φωτισμό αρχαιολογικών χώρων και μουσείων με φωτοβολταϊκά συστήματα, όπως η αντίστοιχη μελέτη για την αρχαία Μεσσήνη ή οι λύσεις φωτισμού εκθεσιακών χώρων και προθηκών με φυσικό και τεχνητό φως, οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν σε νέα ή παλαιά μουσεία, αλλά και σε ιστορικά μνημεία, καθώς η εξέλιξη στον τομέα του φωτισμού στις μέρες μας μπορεί να βοηθήσει στην ανάδειξη έργων τέχνης, αλλά και στην προστασία τους από τη βλαπτική ακτινοβολία.
Πηγή: ΑΜΠΕ
http://www.nooz.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου