Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Τι κάνει σήμερα ο Μανούσος Μανουσάκης;

Ο Μανούσος Μανουσάκης δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Οι τηλεοπτικές του επιτυχίες άλλωστε ακόμη βρίσκονται σε άπιαστα νούμερα θεαματικότητας στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης ενώ οι παλαιότεροι σίγουρα γνωρίζουν και τις κινηματογραφικές του δουλειές.
 

Σκηνοθέτης με ενδιαφέρον για την ελληνικότητα και τις αντιφάσεις της σύγχρονης κοινωνίας, σπούδασε κινηματογράφο στο «London School of Film Technique» και από την αρχή της καριέρας του έχει στο ενεργητικό του μια μακρά και επιτυχημένη πορεία στο χώρο του θεάματος. 

Ανάμεσα στις δουλειές του που έγιναν ιδιαίτερα γνωστές είναι οι ταινίες μεγάλου μήκους «Σκιάχτρα» και «Κόκκινος Δράκος», τα ντοκιμαντέρ «Ταξιδεύοντας με την Ευαγγελίστρια» και «Απόδημος Ελληνισμός», οι θεατρικές παραστάσεις «Παραμύθι με τα αινίγματα», «Ποντικοπαγίδα» και «8 γυναίκες κατηγορούνται». 

Στην τηλεόραση, μεγάλες επιτυχίες του που κέρδισαν την προτίμηση του κοινού είναι οι σειρές «Ψίθυροι καρδιάς», «Τμήμα Ηθών», «Άγγιγμα ψυχής» και «Για μια γυναίκα και ένα αυτοκίνητο». 

Ο Μανούσος Μανουσάκης, τα τελευταία χρόνια, έχει πετύχει και σε έναν άλλο, εξίσου δύσκολο ρόλο: σε αυτόν του βιολογικού καλλιεργητή της ελιάς αλλά και των κηπευτικών, αφού δραστηριοποιείται κάνοντας βιολογική καλλιέργεια ελιάς στη Σελλασία της Σπάρτης, ενώ η αγάπη του για τη φύση και ιδιαίτερα τη θάλασσα εκφράζεται μέσα από την επιλογή της αγωνιστικής ιστιοπλοΐας ως αγαπημένου χόμπι του. 

Ο σκηνοθέτης περιγράφει στο newsbeast.gr πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με τη βιολογική καλλιέργεια της ελιάς. «Πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια ο πατέρας της Μαρίας (συζύγου μου), που ζει μόνιμα στις Ηνωμένες Πολιτείες, μοίρασε τα κτήματά του στα παιδιά του. Έτσι βρεθήκαμε με ένα μεγάλο κτήμα, χωρίς να έχουμε ιδέα τι έπρεπε να κάνουμε και που επιπλέον είχε καεί πρόσφατα. 

Το κτήμα είχε αγριέψει, γεμάτο βάτα και αγριάδα. Μου είπε λοιπόν η Μαρία να φυτέψουμε πενήντα δέντρα για το λάδι μας, εγώ ντρεπόμουνα να αφήσω τη γη σε αυτή την κατάσταση και έτσι τα δέντρα έγιναν από πενήντα, δυόμιση χιλιάδες. Έτσι ξεκίνησε» λέει. 

Και σημειώνει: «Η ελιά είναι ένα ερωτεύσιμο δέντρο. Καθώς την βλέπεις να μεγαλώνει, καθώς την γνωρίζεις, μία – μία ανακαλύπτεις ότι η καθεμιά έχει τα “χούγια” της, τις ιδιομορφίες της, την προσωπικότητά της». 

Ο κ. Μανουσάκης πάντως αναφέρει και τα βιώματα του, μένοντας για κάποιο διάστημα στη Σελλασία. «Μένοντας στη Σελλασία για μεγάλα χρονικά διαστήματα και πολύ συχνά για τις ανάγκες του κτήματος δεν ήταν δυνατό να είμαστε απλοί τουρίστες. Εμπλακήκαμε λοιπόν στα κοινά της περιοχής, στον τότε δήμο Οινούντος, όπου πριν δέκα χρόνια οργανώσαμε την πρώτη γιορτή ελιάς και λαδιού. Η γιορτή γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα της Λακωνίας, ταξίδεψε στην Ελλάδα και γρήγορα επεκτάθηκε και περιέλαβε όλα τα λακωνικά αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα προωθώντας τα και προβάλλοντας την ποιότητά τους. 

Ο σκοπός ήταν ο μικρός παραγωγός – τυποποιητής, η μικρή βιοτεχνία και οικοτεχνία, να βρει πρόσβαση στην αγορά. Στη συνέχεια εμπλακήκαμε ακόμη περισσότερο στην προσπάθεια προώθησης των ποιοτικών ελληνικών αγροτικών προϊόντων και του λαδιού σε πανελλήνια κλίμακα, οργανώνοντας εκθέσεις στο στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στον ΟΛΠ, στο Γκάζι και αλλού για προϊόντα από όλη την Ελλάδα. Εδώ και πέντε χρόνια οργανώνουμε μια μεγάλη γιορτή λακωνικών προϊόντων στον εκθεσιακό χώρο του μετρό στο Σύνταγμα».

Ο σκηνοθέτης μάλιστα με δεδομένη την ενασχόλησή του με τη φύση, γνωρίζει ίσως πολύ περισσότερο από τους αναρμόδιους τα προβλήματά της. 

Γι’ αυτό και αναφέρει: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα είμαστε εμείς οι καταναλωτές. Είτε ξεκινώντας από το μικρό καταναλωτή είτε από τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια. Τι εννοώ; Έχω πάει σε ξενοδοχείο στο Γύθειο και με έχουν σερβίρει στο πρωινό γερμανική πορτοκαλάδα, το ίδιο συνέβη και στον Πύργο. Γερμανική πορτοκαλάδα σε περιοχές που πετάνε τα πορτοκάλια στη θάλασσα που λέει ο λόγος. Στη Λήμνο κινέζικο μέλι. Σε ξενώνα στον Πάρνωνα, που οι πλαγιές του είναι γεμάτες γιδοπρόβατα, στο πρόγευμα σέρβιραν ολλανδικά τυριά και γερμανικό βούτυρο. Παντού το ίδιο. 

Στο 90% των ξενοδοχείων δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνικό προϊόν στο μπουφέ του πρωινού. Απ’ όλα αυτά εξαιρείται σε μεγάλο βαθμό η Κρήτη. 

Έτσι λοιπόν, αν τα ξενοδοχεία μας δεν διαφημίσουν τα προϊόντα μας στον ξένο επισκέπτη πώς αυτός θα τα αναζητήσει στη χώρα του, πώς θα αναπτυχθεί η εξαγωγή στα ποιοτικά ελληνικά προϊόντα αν δεν τα προωθήσουμε μέσα στη χώρα μας; 

Εμείς οι ίδιοι πόσο αναζητάμε ελληνικά προϊόντα στις υπεραγορές; Αν οι ίδιοι δεν τιμήσουμε τον τόπο μας, πώς ζητάμε από τους ξένους να το κάνουν; Είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Αν δεν ανακτήσουμε την αυτοεκτίμησή μας και την αξιοπρέπειά μας δεν βλέπω να υπάρχει έξοδος από την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει.

Δεν είμαι οικονομολόγος και δε μ’ αρέσει να μιλάω επί παντός επιστητού, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα είχαμε απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής κρίσης εάν καταναλώναμε τα δικά μας προϊόντα και εάν τα προωθούσαμε με όλες μας τις δυνάμεις, σε προσωπικό επίπεδο ο καθένας».

Ο κ. Μανουσάκης όμως μπορεί, λόγω της πορείας του, να μιλά για την τηλεόραση. Και γι’ αυτό αναφέρει εάν σχεδιάζει κάτι νέο. «Ελπίζω να υλοποιηθεί μια πρόταση που έχω κάνει στη δημόσια τηλεόραση. Ο τίτλος είναι “Ουζερί Τσιτσάνης” και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη». Βέβαια, δεν σχολιάζει καθόλου τα δημοσιεύματα που τον φέρουν να εκτελεί και χρέη παραγωγού μέσω της «Τηλεκίνησης», αντί του ποσού του 1,2 εκατ. ευρώ για 14 επεισόδια. 



Και κρίνει την πορεία των τούρκικων σίριαλ στην Ελλάδα. «Οι Τούρκοι επιχειρηματίες – παραγωγοί κατάφεραν να εξάγουν το προϊόν τους – παρά το πρόβλημα της γλώσσας- να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. Μήπως και τα ελληνικά κανάλια, οι Έλληνες επιχειρηματίες θα έπρεπε να καταφέρουν το ίδιο με τις ελληνικές σειρές παρά να τις εξαφανίσουν καταφεύγοντας στην εύκολη λύση της εισαγωγής φτηνών προϊόντων αντί να αναπτύξουν μαχητικά την δική μας παραγωγή;», αναφέρει. 

Για να προσθέσει: «Τι έχουν να ζηλέψουν τα ελληνικά σήριαλ από τα τουρκικά; Απολύτως τίποτα. Γιατί δε μπόρεσαν, γιατί δεν προσπάθησαν αλλά προτίμησαν την εύκολη λύση για να αντιμετωπίσουν την κρίση μειώνοντας το κόστος λειτουργίας τους αντί να ασκήσουν μια επιθετική οικονομική πολιτική; Έτσι έχουμε μια γενιά Ελλήνων να μεγαλώνει με προσλαμβάνουσες παραστάσεις διαγωνισμών μαγειρικής και χορού, την τουρκική γλώσσα να ηχεί στα αυτιά του περισσότερο από την ελληνική, εμπειρίες που δεν ξέρω τι συνέπειες θα έχουν στο μέλλον». 

Παρ’ όλα αυτά πάντως, δεν διστάζει να συμβουλεύσει τους νέους να γίνουν ηθοποιοί. Αρκεί βέβαια, όπως λέει, να θέλουν πραγματικά μόνο αυτό. «Κάποιος που περιμένει να ακούσει συμβουλή για το αν είναι σωστό ή όχι να γίνει ηθοποιός με οικονομικά κριτήρια καλύτερα να μην το αποπειραθεί ακόμη κι αν η “αγορά” ανθούσε. Αυτός που αποφασίζει να γίνει ηθοποιός, θα πρέπει να μη μπορεί να κάνει αλλιώς. Όλο του το είναι θα πρέπει να θέλει να γίνει ηθοποιός χωρίς καμιά ταλάντευση, χωρίς καμιά αμφιβολία ή δεύτερη σκέψη. Μόνο τότε έχει πιθανότητες να πετύχει σε οποιαδήποτε εποχή».

Τα χόμπι του πάντως δεν αλλάζουν. Άλλωστε, ο Μανούσος Μανουσάκης δεν ξεχνά ποτέ το κτήμα του, την ιστιοπλοΐα και την αστρονομία. 

Και γι’ αυτό λέει: «Το κτήμα – η ιστιοπλοΐα και η αστρονομία έχουν ένα κοινό παρονομαστή. Είσαι εσύ και ο Θεός. Στο κτήμα περιμένοντας τη βροχή ή αγωνιώντας για το αν θα ρίξει πάγο ή αν θα “δέσει” το άνθος της ελιάς, κατανοείς το πραγματικό σου μέγεθος. Καταλαβαίνεις ποιες είναι οι πραγματικές αξίες. Όταν μια ελιά κατρακυλάει από το λιόπανο μέσα στα αγκάθια βάζεις το χέρι σου να την πιάσεις. Όταν είσαι στην πόλη, χάνεις το μέτρο, πας σε ένα εστιατόριο και παραγγέλνεις διπλάσια από όσο μπορείς να φας, στο κτήμα κατανοείς την αξία των μικρών πραγμάτων και το μέγεθος του ανθρώπου μπροστά σε αυτά.

Στην ιστιοπλοΐα συμβαίνει το ίδιο. Ο αέρας, η θάλασσα και εσύ. Είσαι δίπλα σε δυνάμεις που δεν μπορείς να ελέγξεις. Πρέπει να γίνεις ένα με τους νόμους αυτών των δυνάμεων, να αφήσεις να σε καθοδηγήσουν αυτές για να λειτουργήσει το σκάφος και να ταξιδέψεις. 

Στην παρατήρηση του ουρανού και ταξιδεύοντας στις απέραντες ή και ίσως άπειρες διαστάσεις του σύμπαντος πάλι τα ίδια συναισθήματα του μέτρου σε κατακλύζουν. Το θείο, το μεγαλείο, σου τιθασεύει την έπαρση. Και είναι δεδομένο ότι θα υπάρχει και αύριο χωρίς τη δική σου παρεμβολή. Παράλληλα αισθάνεσαι σπουδαίος γιατί έχεις την τύχη να υπάρχεις μέσα σε όλο αυτό το μεγαλείο και τη σοφία των νόμων του, να είσαι μέρος του. Σπουδαίος και ελάχιστος ταυτόχρονα». 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου