Ο Σαμψών αναδείχθηκε σε πλατείες, ανδρώθηκε στους δρόμους και εκεί δημιούργησε το μύθο του. Μασούσε σίδερα, σήκωνε βάρη που ζύγιζαν τόνους, έσπαγε πέτρες επάνω στο κορμί του και με τα δόντια του τραβούσε κάρα και αυτοκίνητα.
Με τα κατορθώματα του κατά κόσμον Γιάννη Κεσκελίδη μεγάλωσαν πολλές γενιές Ελλήνων. Η ζωή του αλλά και η πορεία του έμοιαζαν με παραμύθι, χωρίς όμως το αναμενόμενο τέλος.
«Το χάρισμα της δύναμης το κληρονόμησα από τον παππού μου, τον Παύλο. Ήταν παλαιστής στη Μικρά Ασία και ο πατέρας μου είχε ασχοληθεί ερασιτεχνικά με την πάλη. Όταν ήμουν μικρό παιδί, κατάλαβα ότι είχα μια απίστευτη δύναμη, που δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω. Όταν ήμουν επτά ετών, έπιασα δουλειά στα κάρβουνα για να ζήσω. Εκεί σήκωνα τα τσουβάλια, σαν να ήταν άδεια», θυμάται.
Ο Σαμψών έζησε πολύ σκληρά παιδικά χρόνια. Μέσα στη φτώχεια. Δούλεψε παντού: σε ανρθρακωρυχεία, σε γαλακτοπωλεία, σε σιδεράδικα για να επιβιώσει. Στα 13 του χρόνια άρχισε την πάλη. Ήταν στον Πειραϊκό Σύλλογο και είχε δάσκαλο τον Χαρίλαο Μοσχίδη. Από τα κιλά που σήκωνε και τις υπερφυσικές του δυνάμεις, πήρε και το παρατσούκλι του. Έκτοτε ελάχιστοι τον φώναζαν με το πραγματικό του όνομα.
Όμως, η πάλη δεν είχε χρήματα και γι’ αυτό ο Παναγής Κουταλιανός βρήκε τη λύση και άνοιξε το δρόμο σε όλους. Δημιούργησε τα νούμερα και έτσι άρχισαν οι παραστάσεις. «Προσφέραμε θέαμα και ο κόσμος μας λάτρευε. Έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα, δεν υπάρχει γωνιά αυτής της χώρας που να μην έχω πάει. Κάποτε όλοι με χειροκροτούσαν. Τώρα μόνο ο απλός κόσμος με θυμάται», λέει στοnewsbeast.gr ο 83χρονος.
Και επισημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της πορείας του έκανε πράγματα απίστευτα για κοινός θνητός. Μέχρι τα 76 του, οπότε και σταμάτησε τα νούμερα, δεν είχε αφήσει τίποτα… όρθιο. «Έχω σπάσει εννιακόσια εκατομμύρια πέτρες στο κεφάλι μου, έχω τραβήξει εκατοντάδες αυτοκίνητα, φορτηγά, τρακτέρ με τα δόντια μου».
Σήμερα όμως, το παράπονο τον πνίγει. «Το κράτος δεν με βοήθησε ποτέ. Όλοι με συγχαίρονταν και μου έδιναν το χέρι τους όταν έκανα νούμερα. Σήμερα, με έχουν ξεχάσει», τονίζει. Για να προσθέσει: «Δε ζήτησα ποτέ ελεημοσύνη από κανέναν. Μία σύνταξη μόνο ζήτησα, τιμητική, αλλά κανένας δεν μου τη δίνει. Βλέπετε, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για μένα πραγματικά. Στο στόμα και στα λόγια με βοήθησαν πολλοί αλλά στα έργα ουδείς».
Ο Γιάννης Κεσκιλίδης ζει με τη σύζυγό του σε ένα μικρό σπίτι στη Νέα Ιωνία παρέα με τις χιλιάδες αναμνήσεις του από την πορεία του και από τους φίλους του, τον Κουταλιανό, τον Τίγρη, τον Τζίμη, τον Αρμάο.
Κατάφερε, παρά τις αντιξοότητες που του έφερε η ζωή, και δημιούργησε μία υπέροχη οικογένεια. «Ο γιος μου έγινε ακτινολόγος και η κόρη μου μικροβιολόγος» λέει με καμάρι. Όμως, το πρόσωπό του γεμίζει μεγαλύτερη χαρά όταν αναφέρεται στην εγγονή του. «Τώρα που γέρασα και σταμάτησα τις παραστάσεις παίζω με την εγγονή μου. Είναι η χαρά μου, η ζωή μου».
«Η οικογένειά μου φοβήθηκε όταν εγώ συνέχισα να κάνω τα νούμερα. Και οι γιατροί φοβούνταν αλλά εγώ είχα δύναμη ψυχής και συνέχιζα», λέει. Και σημειώνει ότι παρακολουθεί την τρέχουσα επικαιρότητα και προσπαθεί να ενημερώνεται διαρκώς.
Ο Σαμψών, εκτός των άλλων, πηγαίνει και επισκέπτεται παλιούς του φίλους, ανθρώπους που γνώρισε χάρη στα νούμερα που προσέφερε. «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη με ξέρει. Μόνο το κράτος με ξέχασε» αναφέρει. Για να κλείσει «Όσοι με ξέρουν, είναι στο πλευρό μου, μόνο εκείνοι που μου έσφιγγαν το χέρι ψεύτικα μετά τα νούμερα, εξαφανίστηκαν».
Με τα κατορθώματα του κατά κόσμον Γιάννη Κεσκελίδη μεγάλωσαν πολλές γενιές Ελλήνων. Η ζωή του αλλά και η πορεία του έμοιαζαν με παραμύθι, χωρίς όμως το αναμενόμενο τέλος.
«Το χάρισμα της δύναμης το κληρονόμησα από τον παππού μου, τον Παύλο. Ήταν παλαιστής στη Μικρά Ασία και ο πατέρας μου είχε ασχοληθεί ερασιτεχνικά με την πάλη. Όταν ήμουν μικρό παιδί, κατάλαβα ότι είχα μια απίστευτη δύναμη, που δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω. Όταν ήμουν επτά ετών, έπιασα δουλειά στα κάρβουνα για να ζήσω. Εκεί σήκωνα τα τσουβάλια, σαν να ήταν άδεια», θυμάται.
Ο Σαμψών έζησε πολύ σκληρά παιδικά χρόνια. Μέσα στη φτώχεια. Δούλεψε παντού: σε ανρθρακωρυχεία, σε γαλακτοπωλεία, σε σιδεράδικα για να επιβιώσει. Στα 13 του χρόνια άρχισε την πάλη. Ήταν στον Πειραϊκό Σύλλογο και είχε δάσκαλο τον Χαρίλαο Μοσχίδη. Από τα κιλά που σήκωνε και τις υπερφυσικές του δυνάμεις, πήρε και το παρατσούκλι του. Έκτοτε ελάχιστοι τον φώναζαν με το πραγματικό του όνομα.
Όμως, η πάλη δεν είχε χρήματα και γι’ αυτό ο Παναγής Κουταλιανός βρήκε τη λύση και άνοιξε το δρόμο σε όλους. Δημιούργησε τα νούμερα και έτσι άρχισαν οι παραστάσεις. «Προσφέραμε θέαμα και ο κόσμος μας λάτρευε. Έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα, δεν υπάρχει γωνιά αυτής της χώρας που να μην έχω πάει. Κάποτε όλοι με χειροκροτούσαν. Τώρα μόνο ο απλός κόσμος με θυμάται», λέει στοnewsbeast.gr ο 83χρονος.
Και επισημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της πορείας του έκανε πράγματα απίστευτα για κοινός θνητός. Μέχρι τα 76 του, οπότε και σταμάτησε τα νούμερα, δεν είχε αφήσει τίποτα… όρθιο. «Έχω σπάσει εννιακόσια εκατομμύρια πέτρες στο κεφάλι μου, έχω τραβήξει εκατοντάδες αυτοκίνητα, φορτηγά, τρακτέρ με τα δόντια μου».
Σήμερα όμως, το παράπονο τον πνίγει. «Το κράτος δεν με βοήθησε ποτέ. Όλοι με συγχαίρονταν και μου έδιναν το χέρι τους όταν έκανα νούμερα. Σήμερα, με έχουν ξεχάσει», τονίζει. Για να προσθέσει: «Δε ζήτησα ποτέ ελεημοσύνη από κανέναν. Μία σύνταξη μόνο ζήτησα, τιμητική, αλλά κανένας δεν μου τη δίνει. Βλέπετε, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για μένα πραγματικά. Στο στόμα και στα λόγια με βοήθησαν πολλοί αλλά στα έργα ουδείς».
Ο Γιάννης Κεσκιλίδης ζει με τη σύζυγό του σε ένα μικρό σπίτι στη Νέα Ιωνία παρέα με τις χιλιάδες αναμνήσεις του από την πορεία του και από τους φίλους του, τον Κουταλιανό, τον Τίγρη, τον Τζίμη, τον Αρμάο.
Κατάφερε, παρά τις αντιξοότητες που του έφερε η ζωή, και δημιούργησε μία υπέροχη οικογένεια. «Ο γιος μου έγινε ακτινολόγος και η κόρη μου μικροβιολόγος» λέει με καμάρι. Όμως, το πρόσωπό του γεμίζει μεγαλύτερη χαρά όταν αναφέρεται στην εγγονή του. «Τώρα που γέρασα και σταμάτησα τις παραστάσεις παίζω με την εγγονή μου. Είναι η χαρά μου, η ζωή μου».
«Η οικογένειά μου φοβήθηκε όταν εγώ συνέχισα να κάνω τα νούμερα. Και οι γιατροί φοβούνταν αλλά εγώ είχα δύναμη ψυχής και συνέχιζα», λέει. Και σημειώνει ότι παρακολουθεί την τρέχουσα επικαιρότητα και προσπαθεί να ενημερώνεται διαρκώς.
Ο Σαμψών, εκτός των άλλων, πηγαίνει και επισκέπτεται παλιούς του φίλους, ανθρώπους που γνώρισε χάρη στα νούμερα που προσέφερε. «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη με ξέρει. Μόνο το κράτος με ξέχασε» αναφέρει. Για να κλείσει «Όσοι με ξέρουν, είναι στο πλευρό μου, μόνο εκείνοι που μου έσφιγγαν το χέρι ψεύτικα μετά τα νούμερα, εξαφανίστηκαν».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου