Η πολιτική του Μνημονίου αναφέρεται ως υπεύθυνη για την ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Είτε πρόκειται για την ελλιπή εφαρμογή όσων είχε προβλέψει, είτε αφορά τον άθλιο σχεδιασμό μέτρων πολιτικής. Η κριτική αυτή διαθέτει αληθινά επιχειρήματα. Ομως, ο θεμελιώδης λόγος για τον οποίο χάνει έδαφος η οικονομία είναι η ελλιπής διαθεσιμότητα νέων κεφαλαίων. Καμία οικονομία δεν μεγεθύνεται αν δεν διαθέτει νέες πιστώσεις. Αυτό ακριβώς συμβαίνει από το φθινόπωρο του 2008 και μετά.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με τη συμφωνία του πολιτικού συστήματος επί της επεκτατικής πολιτικής του 2009. Το κράτος μοίρασε, με κάθε τρόπο, δανειακούς πόρους. Περιόρισε τον εισπρακτικό μηχανισμό, «έκλεισε τα μάτια» στις παρανομίες των φοροφυγάδων, στο όνομα των δυσκολιών. Τα έσοδα κατέρρευσαν, οι δαπάνες εκσφενδονίστηκαν. Η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας είναι το δεύτερο συστατικό, μετά τη ρευστότητα, που απαιτείται προκειμένου να βελτιωθεί η επιχειρηματικότητα. Τα δύο μαζί οδηγούν σε νέες επενδύσεις και ανοίγουν τον δρόμο στην κατανάλωση. Στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης αποσκοπούσε η επεκτατική πολιτική την οποία ακολούθησε και η ελληνική κυβέρνηση στο τελευταίο τρίμηνο του ’08 και το πρώτο μισό του ’09. Ομως, σε ένα τόσο βαριά χρεωμένο κράτος, κάθε μονάδα νέου δανείου πολλαπλασίασε το κόστος εξυπηρέτησης του ήδη υπερβολικού δημόσιου χρέους.
Οπως με βαρετή επιμονή σημειώνω, η ιδεολογικώς σεσημασμένη προσπάθεια της ομάδας Παπανδρέου να αυξήσει τη φοροδοτική συμβολή των ήδη με απόλυτη συνέπεια φορολογούμενων ομάδων του πληθυσμού κατέληξε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε φρικτό φιάσκο. Αρχικώς, η ομάδα αυτή πίστεψε ότι «θα τα πάρει» από το εύπορο τμήμα της κοινωνίας μας.
Στο μυαλό των επιτελών του πρωθυπουργού της ρημαγμένης μας χώρας, που επιμένει ότι διαθέτει χρόνο να ασχολείται με την προεδρία της Σοσιαλιστικής Διεθνούς (!), κερδοφόρες επιχειρήσεις, αυτοί που πρέπει να πληρώσουν τους πόρους για την επανεκκίνηση της οικονομίας, είναι: επιτυχημένοι επαγγελματίες, καλά πληρωμένα στελέχη του ιδιωτικού τομέα και επιτυχημένοι επιχειρηματίες. Ολοι δηλαδή όσοι κατόρθωσαν να κάνουν κάτι στη ζωή τους, χωρίς να υποταχθούν στην κομματική εξουσία (και χωρίς, προφανώς, να «στάξουν» στο κομματικό ταμείο). Αυτό, όμως, ήδη συμβαίνει!
Πολλαπλασιάζοντας τις ειδικές εισφορές, στοχοποιώντας, χωρίς κανένα προγραμματισμό, επιλεγμένα περιουσιακά στοιχεία και με την υπέρμετρη αύξηση των πάγιων φορολογιών επί των ακινήτων, το κράτος δεν βελτιώνει την απόδοση το φορολογικού συστήματος. Αντιθέτως, διογκώνει την ανισότητα που ήδη έχει δημιουργήσει το σύστημα μεταξύ φορολογικών υπηκόων και φορολογικώς ανυπάκουων. Η άρνηση πληρωμής προς το κράτος, η επιτηδευμένη ανικανότητα των εισπρακτόρων και η πολιτική εδραίωση της πεποίθησης που θέλει τον λαό να μη χρωστάει «τίποτε σε κανέναν», εξηγουν την αποτυχία του κράτους στο σκέλος των εσόδων.
Κάποιοι αποδίδουν τον ταμειακό καταποντισμό του κράτους στην αντιαναπτυξιακή επιρροή του Μνημονίου. «Εξακολουθεί να απαιτείται κάτι επειγόντως: η επανεκκίνηση της οικονομίας». Ο βερμπαλισμός αυτός επαναλαμβάνει με τυπικό τρόπο τις ανοησίες που έλεγε ο Γιώργος Παπανδρέου πριν από τις εκλογές του 2009. Το πράγμα παραμένει απλό: για όσο διάστημα δεν υπάρχουν νέες πιστώσεις προς την οικονομία, ο κινητήρας δεν θα παίρνει μπροστά. Η χρηματοδότηση της οικονομίας θα κινηθεί μόνον όταν επανέλθει η εμπιστοσύνη. Και για να συμβεί αυτό, πρέπει η αφαίμαξη που προκαλεί το κράτος να σταματήσει. Πρέπει δηλαδή να δημιουργήσει πρωτογενές πλεόνασμα. Οσοι δεν νιώθουν έτοιμοι (ψυχολογικά, ιδεολογικά, πολιτικά...) να υποδείξουν και να συμμετάσχουν με ενθουσιασμό στην περικοπή του σπάταλου κράτους, ας σταματήσουν, τουλάχιστον, να συμβουλεύουν εκείνους που εξακολουθούν να πιστεύουν στις αρετές της αντιπολίτευσης. Ειδάλλως, στην πράξη, το μόνο που κάνουν είναι να υποστηρίζουν, και αυτοί, την επανεκκίνηση των... φόρων.
www.kathimerini.gr
ένα άρθρο του Μπάμπη Παπαδημητρίου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου