Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Απολύσεις στο δημόσιο…



Γράφει για την "Παρέμβαση" 

ο Γιώργος Γιούλος

Η ρητορική έστω πρόθεση της πολιτικής εξουσίας να απολύσει δημόσιους υπαλλήλους, στο πλαίσιο του περιορισμού του κόστους λειτουργίας του κράτους, δημιουργεί τη βάση για δύο πιο γενικές συζητήσεις. Η πρώτη σχετίζεται με το κατά πόσο μπορεί το κράτος να λειτουργεί μακροπρόθεσμα με λιγότερο προσωπικό και η δεύτερη με τις διαφοροποιήσεις που προκαλεί μια τέτοια πρόθεση στους πολίτες.

 Η τομή αυτών των συζητήσεων επιβεβαιώνει την ανυπαρξία σοβαρού και ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ των πολιτών και των αντιπροσώπων τους, η οποία δημιουργεί και το πλαίσιο για την τραγικότητα τόσο των προτεινόμενων λύσεων όσο και των αποτελεσμάτων τους.

Για την πρώτη συζήτηση, ιστορικά διαπιστώνεται μια διαρκής αύξηση του κράτους (τόσο ως ποσοστό των κρατικών δαπανών επί του ΑΕΠ, όσο και ως φορέα λειτουργιών που προκύπτουν από την αβεβαιότητα της πολυπλοκότητας των σύγχρονων κοινωνιών) ακόμη και σε περιόδους που κυριαρχούν αντίθετες πολιτικές απόψεις, όπως ο νεοφιλελευθερισμός της δεκαετίας του 1980[1].

Στο παρακάτω διάγραμμα[2] γίνεται εμφανής, μέσω μιας πιο οπτικής προσέγγισης, η διαρκής επέκταση των δαπανών του κράτους ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε διάφορες χώρες, από το 1870 έως το 1996 (Hindriks and Myles 2006: 50).


Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακόμη και να υπάρξει μια μείωση του προσωπικού του κράτους σε μια χρονική στιγμή, τα κοινωνικά αιτήματα, οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες αλλά και οι ίδιες οι αναγκαίες λειτουργίες του κράτους, θα επιβάλλουν εκ νέου την αύξησή του σε μια δεύτερη. Άρα μακροπρόθεσμα οι απολύσεις σήμερα σημαίνουν, με βεβαιότητα, προσλήψεις αύριο και μάλιστα πιθανόν περισσότερες και με μεγαλύτερο κόστος. 

Είναι λοιπόν μάλλον προσχηματική η συζήτηση για απολύσεις στο δημόσιο καθώς δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με τα διαθέσιμα θεωρητικά, πραγματικά και ιστορικά στοιχεία αλλά εξυπηρετεί κυρίως την ανάγκη της πολιτικής εξουσίας να εμφανιστεί – σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο – ότι διαθέτει την αποφασιστικότητα και την τεχνογνωσία να προωθήσει λύσεις.     

Η έστω και ρητορική πρόθεση απολύσεων στο δημόσιο δημιουργεί όμως και πραγματικά αποτελέσματα, καθώς προκαλεί στους πολίτες είτε συναισθήματα εκδικητικής ικανοποίησης και χαράς είτε συναισθήματα αγωνίας, ανασφάλειας αλλά και λύπης. Είναι προφανές στην πρώτη ομάδα ανήκουν κυρίως πρόσωπα που δεν συνδέονται εργασιακά με το δημόσιο ενώ στη δεύτερη ανήκουν κυρίως όσοι εργάζονται για το δημόσιο. Η παρουσία των συγκεκριμένων συναισθημάτων εμφανίζεται ως λογική αντίδραση και συνέπεια της σχετικής θέσης που κατέχουν τα πρόσωπα στο κοινωνικό και οικονομικό υποσύστημα. 

Αυτός ο ακραίος αισθηματικός διχασμός αποτυπώνει την ανυπαρξία ενός λογικού επιχειρήματος σχετικού με το πρόβλημα, το οποίο απαιτείται να υπερβαίνει τις ιδιαιτερότητες της σχετικής θέσης του καθενός, και με βάση το οποίο πρέπει να διεξάγεται η δημόσια συζήτηση. Η λογική του «πέπλου της άγνοιας» του Rawls[3], σύμφωνα με την οποία η άγνοια της τελικής θέσης στο κοινωνικό σύστημα είναι θεμελιώδης για την εγκυρότητα και την καθολικότητα του επιχειρήματος είναι στην ελληνική περίπτωση παντελώς απούσα. Η πολιτική εξουσία κινητοποιεί την «λογική» των συναισθημάτων για να αποφύγει μια συζήτηση στη βάση ορθολογικών επιχειρημάτων τα οποία θα αποδείκνυαν τις αντιφάσεις των πολιτικών της και την κενότητα των επιχειρημάτων της.

Η τομή της απουσίας θεωρητικής και ιστορικής τεκμηρίωσης και ορθολογικών επιχειρημάτων χαρακτηρίζει καθολικά τη σφαίρα του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα και υπονομεύει κάθε απόπειρα επίλυσης προβλημάτων. Είναι μια ακόμη έκφραση της πολιτικής ανωριμότητας τόσο των πολιτών όσο και των κυβερνώντων η οποία αποτελεί και τη θεμελιακή βάση για όλα τα προβλήματα στο οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό υποσύστημα της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο η πρόταση της απόλυσης υπαλλήλων του δημοσίου δεν συνδέεται με πραγματικά προβλήματα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σχετική λύση για κανένα πρόβλημα, αντίθετα είναι μια πρόταση που θα δημιουργήσει ένα ακόμη πολύ σημαντικό πρόβλημα στις ζωές των πολιτών, ακόμη και όσων δεν συνδέονται εργασιακά με το δημόσιο.



[1] «Irrespective of whether government spending grows more quickly or more slowly than national income, the fact is it does grow virtually without exception in all economies over time» (Bailey, 2002:46). Bailey, Stephen J (2002) Public Sector Economics: Theory, Policy and Practice, 2nd edition, Houndmills, Palgrave.
[2] Το διάγραμμα είναι από το Hindricks J., Myles G. D. (2006) Intermediate Public EconomicsCambridge and LondonΤhe MIT Press.
[3] Rawls, J. (1971) A Theory of JusticeCambridgeHarvard University Press. Revised Edition, 1999. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου