Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Στη ΝΕΟΓΑΛ Α.Ε. η πρώτη επιχειρησιακή σύμβαση!

Πρόκειται πιθανότατα για την πρώτη βορειοελλαδική επιχείρηση, που προβαίνει σε τέτοια κίνηση, ενώ κύκλοι της αγοράς υποστηρίζουν ότι στο επόμενο διάστημα θα ακολουθήσουν δεκάδες άλλες εταιρίες στη βόρεια Ελλάδα, ιδίως σε περιοχές με υψηλή ανεργία, όπως η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες και το Κιλκίς.



Όπως δήλωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΝΕΟΓΑΛ, Χριστόφορος Σεβαστίδης, η υπογραφή της σύμβασης, με την οποία «οι περίπου 120 εργαζόμενοι συμφώνησαν σχεδόν ομόφωνα», δεν υπαγορεύτηκε από κάποια οικονομική ανάγκη της επιχείρησης. Η ΝΕΟΓΑΛ, πρόσθεσε, προβλέπεται να κλείσει τη χρήση 2010 με κερδοφορία.

«Η συμφωνία υπεγράφη προληπτικά, γιατί η επιχείρηση διαβλέπει το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, που σίγουρα θα είναι δύσκολο. Πρέπει να αποφευχθεί η αύξηση της τιμής των προϊόντων της εταιρίας και η μείωση της ανταγωνιστικότητάς της και να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη συνέχιση τής λειτουργίας της στις νέες, δύσκολες, συνθήκες τής αγοράς».

«Με βάση τη συλλογική σύμβαση εργασίας, το μέσο κόστος ανά εργαζόμενο στη ΝΕΟΓΑΛ ήταν ούτως ή άλλως αρκετά υψηλό, πλησιάζοντας τα 30.000 ευρώ, οπότε ακόμη και μετά τη μείωση, οι μισθοί δεν είναι χαμηλοί», υποστήριξε ο κ. Σεβαστίδης.

Η επιχείρηση, συμπλήρωσε, που από 1ης Ιανουαρίου έχει απορροφήσει την αύξηση του ΦΠΑ κατά 2% στις τιμές των προϊόντων της, εγγυήθηκε στους εργαζομένους και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας: «εδώ και πάνω από 45 χρόνια, δεν έχει απολυθεί κανένας», είπε χαρακτηριστικά (σ.σ. η εταιρία ιδρύθηκε το 1964).

Η σύμβαση, που κατατέθηκε για γνωμοδότηση στο Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας, τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου.
Υπενθυμίζεται ότι, βάσει της σχετικής εγκυκλίου του Υπουργείου Εργασίας, με την ειδική σύμβαση μπορούν να ρυθμιστούν θέματα που αφορούν θέσεις εργασίας, απολύσεις, προϋποθέσεις μερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασίας και διαθεσιμότητας, καθώς και η διάρκεια εφαρμογής των αλλαγών.
Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς, η μείωση των μισθών με τις νέες συλλογικές συμβάσεις μπορεί και να ξεπεράσει το 20% ή ακόμη και να υπερβεί, υπό προϋποθέσεις, το 40%, κάτι για το οποίο απαιτείται, όμως, η γραπτή συναίνεση του εργαζομένου.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου