Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Κ. Χατζής: Η Εθνική Ταυτότητα ως Βίωμα


Από τον Κώστα Χατζή


Όταν ο εκδότης του Patria, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία, μου ζήτησε να γράψω ένα άρθρο για την εθνική μας ταυτότητα, η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι όσο σημαντικό και τιμητικό είναι το θέμα, άλλο τόσο δύσκολο είναι να καταγράψεις σε μια κόλλα χαρτί πεποιθήσεις και συναισθήματα για το υψηλότερο ιδανικό, χωρίς να υποπέσεις στον κίνδυνο να εκφραστείς με ύφος πομπώδες ή “δασκαλίστικο”. Κι αυτό γιατί η εθνική συνείδηση έχει το μεγαλείο να είναι ιδεώδες που “ανήκει” σε πολλούς, αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί μοναδική, εξατομικευμένη πηγή πίστης και έμπνευσης για τον καθένα, ανάλογα με τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται. Κι αν μη τι άλλο, διαγωνισμοί πατριωτισμού ούτε με εξέφρασαν ποτέ, ούτε, πιστεύω, ωφέλησαν γενικότερα τον τόπο.


Έχοντας τα παραπάνω για οδηγό, δε μπόρεσα να βρω καλύτερο τρόπο αποτύπωσης των σκέψεών μου από την παράθεση βιωμάτων. Άλλωστε, για εθνικές πράξεις οι Έλληνες της γενιάς μου θα ήταν ιερόσυλο να συζητάμε, αναλογιζόμενοι αυτές των προγόνων μας σε αρχαία και νεώτερη ιστορία. Επιστημονικές αναλύσεις και δοκίμια γράφτηκαν και θα γράφονται από ανθρώπους σοφότερους και με λαμπρότερο πνεύμα από τον υπογράφοντα. Δε μένει, συνεπώς, τίποτα άλλο, για την ώρα τουλάχιστον, από το να καταθέσει κανείς πώς βιώνει την έννοια “εθνική ταυτότητα”.

ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Βιώματα λοιπόν…

Βιώματα απλά και καθημερινά, τα οποία, όμως, μέσα στην απλότητα και τη ρουτίνα τους κρύβουν μέσα τους όλη την πεμπτουσία της ελληνικής φυλής.

Όπως το κυριακάτικο τραπέζι με αγαπημένα πρόσωπα, μια συνήθεια με αρχαιοελληνική προέλευση, ιστορική συνέχεια και άμεση αναφορά στην οικογένεια και τους αληθινούς φίλους, έννοιες που εξυψώθηκαν από τον ελληνικό πολιτισμό και αποτελούν στηρίγματα και για τους νέους της γενιάς μου. Έννοιες που αντέχουν, όσο κι αν πλήττονται από την αποθέωση της ατομικότητας και την απαξίωση του φιλότιμου και της μπέσας που προωθούν κυνικά οι νεοταξίτες.

Όπως ο Επιτάφιος κάθε Μεγάλη Παρασκευή, που εδώ και χρόνια συγκεντρώνει εκατοντάδες νέους ανθρώπους. Όχι γιατί απέκτησαν σώνει και καλά έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, ούτε γιατί αποτελεί απόδειξη φιλοπατρίας. Αλλά γιατί αυτό που συμβαίνει το αισθάνονται δικό τους από μικρά παιδιά. Κι ακόμα κι αν το αντιλαμβάνονται ως υποχρέωση ή ως ευκαιρία συνάντησης με παιδικούς φίλους και παλιούς συμμαθητές, εν τέλει λειτουργεί ως ιερός συνεκτικός δεσμός. Δεσμός που στοιχειώνει τους “άθεους” ψευτοπροοδευτικούς που βγάζουν “καντήλες” στη λέξη Ορθοδοξία, αλλά…αγωνιούν για τα δικαιώματα όλων των άλλων θρησκειών.

Όπως η ελληνική φιλοξενία, από τα αστικά κέντρα ως την επαρχία- κυρίως σε αυτή- από ανθρώπους πρόθυμους να “ανοίξουν το σπίτι τους” σε κάθε επισκέπτη, Έλληνα ή ξένο, εύπορο ή φτωχό και να μοιραστούν μαζί του από το φαγητό μέχρι τα ήθη και τα έθιμά τους. Αρκεί να δείξει κι εκείνος ότι στέκεται με σεβασμό απέναντί τους. Σεβασμό που δε δείχνουν οι ορδές των λαθρομεταναστών και των εισαγόμενων εγκληματιών που κατέκλυσαν τη χώρα με τη συνέργεια όλων των πολιτικών και κατ’ εντολήν εκείνων που θέλουν να γεμίσουν την Ελλάδα από “Αγ. Παντελεήμονες”. Μόνο που δεν υπολόγισαν στην οργισμένη αντίδραση της σιωπηρής πλειοψηφίας και όσο τη βλέπουν να ξεπροβάλλει σκούζουν και ψελλίζουν “αντιρατσιστικά” αναθέματα, ενάντια στον πιο κοσμοπολίτικο λαό του κόσμου που  αναγκάζεται να δώσει μάχη υπέρ “βωμών και εστιών” σε έναν ακήρυκτο πόλεμο.

ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ

Βιώματα λοιπόν…

Βιώματα χαράς, ενθουσιασμού και υπερηφάνειας, έστω για εκείνες τις λίγες φορές που είχαμε την τύχη να τα ζήσουμε.

Όπως εκείνο το μαγικό καλοκαίρι του 2004, όταν η ανεπανάληπτη επιτυχία της Εθνικής ομάδας ποδοσαίρου έβγαλε όλους τους Έλληνες στους δρόμους και τους ένωσε σε μια τεράστια, αόρατη γροθιά. Οι μισοί δεν ήταν καν ποδοσφαιρόφιλοι. Είχαν όμως ανάγκη ένα ξέσπασμα εθνικής ανάτασης, κι ας ήταν από μια αθλητική επιτυχία. Ένα ξέσπασμα που τους προσέδωσε θετική ενέργεια και για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, έστω αυτών των Αγώνων με τους χορηγούς και τις πολυεθνικές. Μόνο τη λύσσα που έβγαζαν τα καλοπληρωμένα δημοσιογραφικά γιουσουφάκια της θολοκουλτούρας να θυμηθούμε, επειδή σε κάθε σπίτι και αυτοκίνητο υπήρχε ελληνική σημαία και επειδή οι πιτσιρικάδες στις πλατείες φορούσαν φανέλες με το εθνόσημο, μάλλον άξιζε τον κόπο.

Όπως την εποχή που προβλήθηκε η ταινία “300”, τότε που δε χόρταινες να βλέπεις νέους να βγαίνουν από τις αίθουσες των multiplex με τα μάτια τους να “γυαλίζουν” και να κάθονται να συζητάνε επί ώρες για όσα παρακολούθησαν, συναισθανόμενοι, ίσως για πρώτη φορά, ποιας “μήτρας” είναι γεννήματα. Κι αν έπρεπε να έρθει το Hollywood και ένα καλογραμμένο κόμικ για να τους το θυμίσει, ας είναι, αρκεί που, πλέον, το όνομα “Λεωνίδας” δεν τους φέρνει στο νου σοκολατάκια..

Όπως τον Ιούλιο του 2009, στα εγκαίνια του Νέου Μουσείου Ακρόπολης, όπου αποδείχτηκε ότι το μεγαλείο του χθες μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για νέες πολιτιστικές δημιουργίες στο σήμερα. Κι ας κάθονταν στις πρώτες σειρές μεγαλοεκδότες και κοσμικές κυρίες που περίμεναν να δουν τη φάτσα τους στα βραδινά δελτία προπαγάνδας. Τους επεσκίασαν όλους οι χιλιάδες απλοί Έλληνες που στάθηκαν τις επόμενες μέρες υπομονετικά στις ουρές κρατώντας τα παιδιά τους από το χέρι.

ΘΥΣΙΕΣ

Βιώματα λοιπόν…

Βιώματα από περιόδους κατά τις οποίες ο ελληνισμός δοκιμάστηκε, τραυματίστηκε, αλλά δεν παρέδωσε τα όπλα.

Όπως τη νύχτα των Ιμίων, τον Ιανουάριο του ’96, όταν ο ελληνικός στρατός φάνηκε, για μια ακόμη φορά, ανώτερος της ξεπουλημένης πολιτικής ηγεσίας, που διέταξε αποχώρηση των Ο.Υ.Κ. και παρέδωσε βορά στον εχθρό τρεις ήρωες, το Βλαχάκο, το Γιαλοψό και τον Καραθανάση. Τρία παληκάρια που αφύπνισαν την ελληνική νεολαία με αποτέλεσμα, τις αμέσως επόμενες ημέρες, οι συζητήσεις που γίνονταν στα στέκια και τα μπιλιαρδάδικα μεταξύ των αγοριών να αφορούν την επιθυμία τους να καταταγούν. Πρώτη φορά που ο στρατός δεν έμοιαζε με αγγαρεία, αλλά με πεδίο τιμής για όποιον φόραγε παντελόνια. Κι εμείς οι μικρότεροι να τους ακούμε και να ζηλεύουμε… Και μετά ν’ακούμε τα υποταγμένα “ευχαριστώ” και να σκύβουμε τα κεφάλια από ντροπή.

Όπως λίγους μήνες αργότερα, εκείνο το ματωμένο Αύγουστο που ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού δίδαξαν σε εμάς, τους τότε 16άρηδες, τι πραγματικά σημαίνει μάγκας και Έλληνας. Ο ένας αψήφησε το θάνατο στην προσπάθειά του να σώσει το συμμαχητή του, ένας εναντίον όλων, σα να’ταν βγαλμένος από τις ιερότερες σελίδες της ιστορίας του Γένους. Κι ο άλλος, αγνοώντας την υποτιθέμενη “ειρηνευτική“ δύναμη των Τούρκων, ξεκίνησε, μ’ένα τσιγάρο στο στόμα, την ανοδική του πορεία προς το πάνθεον των αθανάτων. Και μας άφησαν, με εκείνο το σφίξιμο στην καρδιά, να φαινόμαστε τόσο μικροί κι ασήμαντοι μπροστά τους.

Όπως τον Απρίλη του 2004, όταν οι “φίλοι” Αμερικάνοι, μαζί με τα γνωστά λόμπι και τους υποτακτικούς τους σε Ελλάδα και Κύπρο, θέλησαν να βάλουν “ταφόπλακα” στον κυπριακό ελληνισμό. Αλλά δεν υπολόγισαν στην αδούλωτη ψυχή των αδελφών μας και στον αείμνηστο Τάσο Παπαδόπουλο, που έτριψαν το σχέδιο Ανάν στα μούτρα των προσκυνημένων πολιτικών και δημοσιογράφων. Κι έτσι πήγαν στο βρόντο τα εκατομμύρια ευρώ που ξοδεύτηκαν σε εξαγορά συνειδήσεων και σε επικοινωνιακές εκστρατείες. Γιατί, όσο κι αν πονάει τους διεθνιστές και τους απάτριδες, την ιστορία αυτού του Έθνους την έγραψαν εκείνοι που είπαν τα μεγάλα ΟΧΙ.

ΣΗΜΕΡΑ

Όλα τα προαναφερθέντα συνιστούν εθνική ταυτότητα. Όπως και χιλιάδες άλλα που θα μπορούσε να προσθέσει κάθε Έλληνας, πιθανόν αποδίδοντάς τα και με μεγαλύτερη επιτυχία.

Σε αυτό, όμως, που νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε άπαντες είναι ότι όσα προκλητικά συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό,  όχι μόνο δεν συνάδουν με την εθνική μας ταυτότητα, αλλά επιτίθενται βάναυσα εναντίον της.

Εθνική ταυτότητα δεν υπάρχει στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η οποία, ας μη γελιόμαστε, τελεί υπό την κατοχή αλλοεθνών λαθρομεταναστών και των ψευτοαναρχικών πρακτορίσκων συνεργατών τους.

Εθνική ταυτότητα δε συνιστούν οι χιλιάδες μουσουλμάνοι που βρίσκονται παράνομα στη χώρα και μετέτρεψαν σε τζαμί την πλατεία Κοτζιά και το Πανεπιστήμιο. Όχι γιατί δε δικαιούνται να προσευχηθούν, αλλά γιατί μπορούν να το κάνουν σε ένα γήπεδο (όπως γινόταν άλλωστε) ευχαριστώντας ταυτόχρονα την Πολιτεία που τους επιτρέπει να απολαμβάνουν το προνόμιο της ανεξιθρησκείας εξισώνοντάς τους με τους νόμιμα διαμένοντες και τους γηγενείς πολίτες.

Εθνική ταυτότητα δεν απεικονίζεται στην ψυχολογία που έχει διαμορφωθεί στους Έλληνες εξ’ αιτίας της οικονομικής κρίσης, Όχι γιατί δεν έχουμε και εμείς ευθύνες. Αλλά γιατί το σκυμμένο κεφάλι και η μιζέρια δεν αρμόζουν στο DNA  μας.

Φυσικά, αφού οι ευθύνες ξεκινούν από “ψηλά”, εθνική ταυτότητα δε συντελεί και η πρωτοφανής ένδεια σε πολιτικό δυναμικό που καταδυναστεύει τη χώρα μας. Και επειδή είναι αδύνατο απλά να εξαφανίστηκαν οι πολιτικοί που προκρίνουν στην ατζέντα τους το εθνικό συμφέρον, ανεξαρτήτως κομμάτων,  προφανώς είναι βολική η ανάδειξη των “συστημικών”, των προθύμων να γίνουν “μαριονέτες” στα σχέδια  απαξίωσης της Πατρίδας μας.

Ποιο είναι το όπλο μας απέναντί τους ; Η παιδεία, ο μόνος θεσμός που μπορεί να εμφυσήσει στη γενιά μας και σε αυτές που έρχονται τα εθνικά ιδανικά.

Μόνο που κι αυτή, στην επίσημη μορφή της, έχει πέσει σε λάθος χέρια εδώ και τρεις δεκαετίες. Ξεκίνησε από εκείνους που την ξερίζωσαν συθέμελα για χάρη της “Αλλαγής” και της “Προόδου”, πέρασε στους μεταλλαγμένους συνεχιστές τους που εισήγαγαν τον πολυπολιτισμό και την παγκοσμιοποίηση, έκανε στάση στους υποταγμένους και φοβικούς σε αλλαγές, που αυτολογοκρίνονται και απολογούνται στους “δικτάτορες” της κουλτούρας και συνεχίζει στα χέρια εκείνων που ενοχλούνται ακόμα κι από τον όρο “εθνικής” γι’ αυτό και τον αφαίρεσαν από τον τίτλο του αρμόδιου Υπουργείου.

Δε μένει, λοιπόν, παρά η βιωματική, η ζώσα Παιδεία για να εμπνεύσει ξανά, σε εμάς τους νέους, εθνική συνείδηση. Ας μην περιμένουμε άλλο. Ούτε τα βιβλία του (αντι)παιδαγωγικού ινστιτούτου πρόκειται να αλλάξουν, ούτε οι ακαδημαϊκοί, που επικροτούν την εξαθλίωση των ελληνικών Πανεπιστημίων και εξαγοράζονται από οργανωμένες μειοψηφίες, πρόκειται να χάσουν τις έδρες τους. Ας διδαχθούμε από τους παππούδες μας, τις οικογένειές μας και απ’ όσους αποτελούν αληθινά παραδείγματα. Απέναντι σε κάθε Ρεπούση και Δραγώνα, ας παραβάλλουμε μια νέα Χαρά Νικοπούλου. Απέναντι σε κάθε Σόρος, ας αναδείξουμε ένα νέο Σταύρο Λάλα. Και, πάνω απ’όλα, ας σηκωθούμε από τους καναπέδες και τις οθόνες του υπολογιστή μας. Η ελπίδα δε θαρθει ουρανοκατέβατη και δε θα μας τη χαρίσει κανείς, ακόμα κι αν το υπόσχεται πειστικά. Την ελπίδα και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού μας ως Έθνος πρέπει να τα κερδίσουμε. Δια πυρός και σιδήρου.

Κι επειδή η τέχνη συνήθως είναι πειστικότερη, αντί επιλόγου θα παραθέσω τις ρίμες δύο ανυπότακτων συνομηλίκων, του Αρτέμη και του Ευθύμη :

Ποιος έχει παλμό;
Ποιος έχει λόγο;
Ποιος δεν δέχεται να πάει με τον όχλο;
Ποιος έχει ψυχή να βγάλει φωνή;
Για ν’ ακούσω!
Για να δω!
Πάμε, όσοι ζωντανοί! 

Ποιος έχει σφυγμό;
Ποιος έχει πνεύμα;
Ποιος δεν δέχεται να πάει με το ρεύμα;
Ποιος μπορεί να ξαναβγάλει φωνή;
Για ν’ ακούσω!
Για να δω!
Πάμε, όσοι ζωντανοί! 

Ποιος μπορεί να ξαναβγάλει φωνή ;

Πάμε όσοι ζωντανοί, σαν τον Ιώνα Δραγούμη


* Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο νέο τεύχος του περιοδικού Patria, αρ.25

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου