Γράφει ο Γεώργιος Αγαλιώτης
Με τη λήψη σπασμωδικών διοικητικών μέτρων ή με περισσότερη αστυνόμευση της αγοράς, με τη χρησιμοποίηση ενός μηχανισμού που νοσεί πραγματικά, δεν είναι δυνατόν να έχουμε αποτελέσματα στο μέτωπο της φοροαποφυγής. Χρειάζεται εκ βάθρων ανάλυση και αλλαγή του εφαρμοζόμενου φορολογικού συστήματος.
Ο επιχειρηματίας που πνίγεται από τη μείωση του κύκλου εργασιών και της κερδοφορίας του(λόγω ύφεσης και υπερφορολόγησης), οι οποίες απειλούν πλέον την επιβίωσή του, αλλά και ο καταναλωτής που λόγω δραματικής μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματός του, αναζητά καλύτερη τιμή στο όποιο προϊόν αγοράζει , εμπλέκονται κατά το ίδιο σχεδόν ποσοστό σε μια μη φορολογημένη συναλλαγή δεδομένου πως υπάρχει κοινό όφελος.
Η συλλογή αποδείξεων και η έκπτωσή τους από το εισόδημα είναι ο τρόπος που τα σύγχρονα φορολογικά συστήματα καταπολεμούν τη φοροαποφυγή. Υπάρχουν φυσικά και άλλοι τρόποι, οι οποίοι είναι ανεφάρμοστοι στην ελληνική αγορά λόγω διαφοροποίησης. Διαβάζω φερειπείν για σκέψεις περί λοταρίας αποδείξεων και άλλα προτεινόμενα, από τα συστήματα της Άπω Ανατολής και με πιάνουν τα γέλια. Όποιος έχει απλή επίγνωση του τρόπου που λειτουργούν οι ταμειακές και οι φορολογικοί μηχανισμοί στη χώρα γνωρίζει πως είναι ανέφικτο .
Άρα λοιπόν μόνη λύση η επανεξέταση από μηδενική βάση του συστήματος και καθολικές εφαρμογές μέτρων αφού οικονομετρηθούν τα αποτελέσματα μέσω ανάλυσης, μέσω ενός απλούστερου, δικαιότερου και ηθικότερου φορολογικού πλαισίου. Μη λησμονούμε επίσης το πλήθος των πρόσθετων επιβαρύνσεων επιχειρήσεων και καταναλωτών(φόροι, τέλη, άχρηστες εισφορές κλπ.) για να κατανοήσουμε γιατί το σύστημα ......απλά δε πρόκειται να αποδώσει, όσες επιχειρήσεις κι αν κλείσουμε ,όσους και αν βάλουμε στη φυλακή, όσους κι αν οδηγήσουμε στην εξαθλίωση!
Η ρίζα του αποστήματος ξεκινά πρωτίστως από την ‘ηθική’ του απαξίωση στα μάτια όλων των πολιτών - φορολογουμένων.
Το Ελληνικό φορολογικό σύστημα και τα ηθικά του όρια.
Τα τελευταία τρία έτη οι Έλληνες πολίτες δέχονται ένα καταιγισμό νέων τακτικών και έκτακτων φορολογικών μέτρων καλούμενοι να εισφέρουν όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά (φόρους) προκειμένου να είναι δυνατή η απρόσκοπτη λειτουργία της χρεοκοπημένης ελληνικής πολιτείας-κράτους ,της λεγόμενης δηλαδή δημοσιονομικής προσαρμογής.
Στο κείμενο αυτό δε θα εξετάσω την πολιτικο-οικονομική αυτή επιλογή και την ορθότητά της, για τη κάλυψη του τεράστιου δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας αλλά τη σχέση των επιβαλλόμενων νέων τακτικών και έκτακτων φορολογικών βαρών στους πολίτες της χώρας μας, σε σχέση με τα ηθικά της όρια.
Τα λεγόμενα «χρηστά συναλλακτικά ήθη» δηλαδή οι άτυποι και ηθικοί κανόνες, οι οποίοι διέπουν τις συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε μία οικονομία, είναι το κλειδί για τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των συναλλασσομένων μερών, συνεπικουρούμενα βέβαια και από ένα νομοθετημένο, θεσμικά δίκαιο πλαίσιο συναλλαγών.
Η ηθική μαζί με τη δικαιοσύνη είναι δύο έννοιες οι οποίες έχουν το πιο σημαντικό ρόλο και καθορίζουν τη σχέση κράτους – πολίτη. Είναι δεδομένο με βάσει πολλές οικονομικές έρευνες πως υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ των ηθικών κοινωνικά αποδεκτών ορίων στη φορολόγηση των πολιτών και μιας πιθανής διάρρηξης της σχέσης εμπιστοσύνης κράτους –πολίτη , αν τα ηθικά όρια αυτά ξεπεραστούν. Με απλά λόγια αν οι πολίτες κρίνουν πως η αύξηση της φορολογίας ξεπεράσει τα ηθικά – δίκαια αποδεκτά όρια θα χάσουν την εμπιστοσύνη στο κράτος – πολιτεία που την επιβάλλει, με άμεσο αποτέλεσμα να επιδείξουν στα αρχικά στάδια άλλοι απροθυμία και ανυπακοή στη συμμόρφωση με τη καταβολή των αυξημένων φόρων άλλοι πλήρη αδιαφορία ενώ στα επόμενα στάδια και εφόσον δοκιμάσουν και αποτύχουν να δικαιωθούν κινούμενοι νομικά-θεσμικά κατά της πολιτείας, είτε θα σταματήσουν να εμπιστεύονται σε όλα τα επίπεδα την «άδικη» πολιτεία, τιμωρώντας κοινοβουλευτικά την όποια ηγεσία της στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση είτε θα την ανατρέψουν εξωκοινοβουλευτικά με εξέγερση.
Το εφαρμοζόμενο ελληνικό φορολογικό σύστημα(πλαίσιο) και η ηθική.
Η ηθική της φορολογίας βασίζεται καταρχάς στην αρχή της «ανταποδοτικότητας». Πληρώνουμε τους φόρους μας στο κράτος προκειμένου να είναι σε θέση να μας προσφέρει «δωρεάν υπηρεσίες».Οι «δωρεάν» αυτές υπηρεσίες συνήθως αφορούν την ασφάλεια, τη διοίκηση, την εκπαίδευση, τη περίθαλψη, τη προστασία αδύναμων κοινωνικά ομάδων πολιτών, πιθανόν τις συγκοινωνίες και γενικότερα αυτά που έχουμε μάθει να αποκαλούμε γενικότερα «κοινωνικά αγαθά» χωρίς να θέλω να εισέλθω στη περαιτέρω ανάλυση των όρων αυτών σε επίπεδο πολιτικών επιστημών ή την αντιμετώπιση των εννοιών αυτών σε ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο.
Ας αναλογιστούμε λοιπόν ποιες από τις ανωτέρω αναφερόμενες «δωρεάν» υπηρεσίες, λειτουργούν στη πολιτεία μας σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Στην ασφάλεια του πολίτη υπάρχει σοβαρό έλλειμμα, στον τομέα της εκπαίδευσης υπάρχει η παραπαιδεία, στον τομέα της διοίκησης η γραφειοκρατία και η διαφθορά κλπ. Σε όποιον τομέα και αν αναφερθούμε στον οποίο εμπλέκεται ο παράγων «πολιτεία-κράτος», αυτός λειτουργεί ανορθολογικά ενώ οι τελικά παραγόμενες υπηρεσίες είναι πολύ χαμηλής ποιότητας.
Η ηθική της φορολογίας βασίζεται επίσης στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της «αναλογικότητας».
Κάθε Έλληνας πολίτης πρέπει να πληρώνει φόρους οι οποίοι να είναι ανάλογοι με τη φοροδοτική του ικανότητα. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι περισσότεροι από τους έμμεσους φόρους στη χώρα και κυρίως τα πρόσφατα χαράτσια είναι ανήθικοι διότι εφαρμόζονται οριζόντια και χωρίς κριτήρια, ενώ δεν είναι αναλογική οποιαδήποτε φορολογία έχει να κάνει είτε με εκ νέου φορολόγηση ήδη φορολογημένου εισοδήματος είτε με φορολόγηση νεκρών(μη αποδιδόντων εισόδημα) νεκρών περιουσιακών(παγίων) στοιχείων ενεργητικού, τα οποία έχουν φορολογηθεί στο παρελθόν.
Σύγκρουση ατομικής ελευθερίας, ιδιοκτησιακού δικαιώματος με τους «ανήθικους» φόρους.
Οι φόροι γενικότερα δεν αποτελούν εκούσιες πληρωμές για τη παροχή υπηρεσιών από τη πολιτεία. Εκ του λόγου αυτού δεν μπορεί ο πολίτης να σταματήσει να πληρώνει φόρους αν δεν θέλει να χρησιμοποιήσει τη παρεχόμενη υπηρεσία ή δεν είναι ικανοποιημένος από αυτήν. Η μη ικανοποίηση όμως από το τελικά παραγόμενο προσφερόμενο αγαθό, αυτόματα τον καθιστά «ανήθικο» στα μάτια του πολίτη – φορολογουμένου.
Όσον αφορά δε την φορολόγηση της ιδιοκτησίας τα δεδομένα εδώ είναι πιο περίπλοκα. Καταρχάς η ιδιοκτησία είναι ένα δικαίωμα το οποίο έχει αποκτηθεί αφού αναλωθεί ένα ήδη φορολογημένο εισόδημα(π.χ. αγορά μιας οικίας με το ήδη φορολογημένο εισόδημα πολλών ετών το οποίο έχει αποταμιευτεί για αυτό το σκοπό).Κατά δεύτερον είναι μεγάλο ζήτημα το κατά πόσον το κράτος – πολιτεία νομιμοποιείται να «εκμισθώσει»(νοικιάσει επί της ουσίας) μέσω μιας ετήσιας επαναλαμβανόμενης φορολογίας ακίνητη ιδιοκτησία (οικόπεδο και ακίνητο),για την οποία έχει ήδη καταβληθεί εφάπαξ κατά την αγορά ο αναλογούν υψηλός φόρος. Η ιδιοκτησία αυτή είναι επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένη στη χώρα μας και ως εκ τούτου η οποιαδήποτε και με οιονδήποτε τρόπο επαναλαμβανόμενη φορολόγησή του, αποτελεί στην ουσία σύμβαση «εκμίσθωσης»(μεταξύ κράτους και ιδιοκτήτη), για ιδιοκτησία η οποία ήδη ανήκει στο πολίτη.
Η ανηθικότητα της μέσω των φόρων «αναδιανομής» του πλούτου.
Κάθε ποσό φόρου είναι ένα ποσό το οποίο αφαιρείται από κάποιον πολίτη ο οποίος έχει παράξει εισόδημα ή πλούτο. Με την αφαίρεση ολοένα και μεγαλύτερου ποσοστού αυτού του εισοδήματος – πλούτου από αυτόν που έχει παράγει και την αναδιανομή του στη συνέχεια σε άλλους πολίτες που δεν έχουν λάβει μέρος στη παραγωγή του επιβραβεύουμε όχι αυτόν που είναι παραγωγικός αλλά αυτόν ο οποίος έχει συνηθίσει να αναλώνει τον έτοιμο παραχθέντα πλούτο των άλλων. Ειδικά στη χώρα μας υπάρχουν ολόκληρες κοινωνικές ομάδες οι οποίες χωρίς να έχουν καν συμβάλλει στη παραγωγή οιουδήποτε πλούτου ή χωρίς να έχουν προσπαθήσει τουλάχιστον απολαμβάνουν τις «δωρεάν υπηρεσίες» ,τις κοινωνικές πρόνοιες, ή συντάξεις οι οποίες βασίζονται εξ ολοκλήρου σε φορολόγηση και αναδιανομή του πλούτου μιας μόνο μικρής παραγωγικής κοινωνικής ομάδας. Η διαρκώς τα τελευταία τρία έτη αύξηση μέχρις επάχθειας της φορολογίας των εναπομεινάντων αυτών παραγωγικών ομάδων τους αποθαρρύνει από την παραγωγή περισσότερου πλούτου, ενώ η επιβράβευση αυτών οι οποίοι ωφελούνται από την αναδιανομή τους ενθαρρύνει να μη προσπαθούν να γίνουν παραγωγικοί και να δημιουργήσουν πλούτο.
Συμπερασματικά λοιπόν και ενώ η χώρα μας έφθασε στο σημείο να έχει το μεγαλύτερο λειτουργικό κόστος του δημόσιου τομέα στην Ευρώπη, η Ελληνική πολιτεία – κράτος λειτουργώντας αποσπασματικά ,χωρίς στρατηγική και συγκεκριμένο σχέδιο( φορολογικό πλαίσιο) μετακυλύει ολόκληρο το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και της αποπληρωμής του συσσωρευμένου χρέους της χώρας, μέσω μιας συνεχόμενης και επαναλαμβανόμενης αύξησης της φορολογίας στους πολίτες της αδυνατώντας για άλλη μια φορά στη σύγχρονη ιστορία της, έστω και μέσω μιας ελεγχόμενης χρεοκοπίας να εξορθολογιστεί , να αναδιοργανωθεί και να εκσυγχρονίσει τη λειτουργία της, παράγοντας υπηρεσίες υψηλού επιπέδου. Κάτω από τέτοιες συνθήκες λοιπόν και βάσει των ανωτέρω ο μόνος χαρακτηρισμός που αρμόζει στο υπάρχων εφαρμοζόμενο «φορολογικό πλαίσιο – σύστημα» της χώρας είναι ένας. «Ανήθικο».
http://logia-starata.blogspot.gr
Με τη λήψη σπασμωδικών διοικητικών μέτρων ή με περισσότερη αστυνόμευση της αγοράς, με τη χρησιμοποίηση ενός μηχανισμού που νοσεί πραγματικά, δεν είναι δυνατόν να έχουμε αποτελέσματα στο μέτωπο της φοροαποφυγής. Χρειάζεται εκ βάθρων ανάλυση και αλλαγή του εφαρμοζόμενου φορολογικού συστήματος.
Ο επιχειρηματίας που πνίγεται από τη μείωση του κύκλου εργασιών και της κερδοφορίας του(λόγω ύφεσης και υπερφορολόγησης), οι οποίες απειλούν πλέον την επιβίωσή του, αλλά και ο καταναλωτής που λόγω δραματικής μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματός του, αναζητά καλύτερη τιμή στο όποιο προϊόν αγοράζει , εμπλέκονται κατά το ίδιο σχεδόν ποσοστό σε μια μη φορολογημένη συναλλαγή δεδομένου πως υπάρχει κοινό όφελος.
Η συλλογή αποδείξεων και η έκπτωσή τους από το εισόδημα είναι ο τρόπος που τα σύγχρονα φορολογικά συστήματα καταπολεμούν τη φοροαποφυγή. Υπάρχουν φυσικά και άλλοι τρόποι, οι οποίοι είναι ανεφάρμοστοι στην ελληνική αγορά λόγω διαφοροποίησης. Διαβάζω φερειπείν για σκέψεις περί λοταρίας αποδείξεων και άλλα προτεινόμενα, από τα συστήματα της Άπω Ανατολής και με πιάνουν τα γέλια. Όποιος έχει απλή επίγνωση του τρόπου που λειτουργούν οι ταμειακές και οι φορολογικοί μηχανισμοί στη χώρα γνωρίζει πως είναι ανέφικτο .
Άρα λοιπόν μόνη λύση η επανεξέταση από μηδενική βάση του συστήματος και καθολικές εφαρμογές μέτρων αφού οικονομετρηθούν τα αποτελέσματα μέσω ανάλυσης, μέσω ενός απλούστερου, δικαιότερου και ηθικότερου φορολογικού πλαισίου. Μη λησμονούμε επίσης το πλήθος των πρόσθετων επιβαρύνσεων επιχειρήσεων και καταναλωτών(φόροι, τέλη, άχρηστες εισφορές κλπ.) για να κατανοήσουμε γιατί το σύστημα ......απλά δε πρόκειται να αποδώσει, όσες επιχειρήσεις κι αν κλείσουμε ,όσους και αν βάλουμε στη φυλακή, όσους κι αν οδηγήσουμε στην εξαθλίωση!
Η ρίζα του αποστήματος ξεκινά πρωτίστως από την ‘ηθική’ του απαξίωση στα μάτια όλων των πολιτών - φορολογουμένων.
Το Ελληνικό φορολογικό σύστημα και τα ηθικά του όρια.
Τα τελευταία τρία έτη οι Έλληνες πολίτες δέχονται ένα καταιγισμό νέων τακτικών και έκτακτων φορολογικών μέτρων καλούμενοι να εισφέρουν όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά (φόρους) προκειμένου να είναι δυνατή η απρόσκοπτη λειτουργία της χρεοκοπημένης ελληνικής πολιτείας-κράτους ,της λεγόμενης δηλαδή δημοσιονομικής προσαρμογής.
Στο κείμενο αυτό δε θα εξετάσω την πολιτικο-οικονομική αυτή επιλογή και την ορθότητά της, για τη κάλυψη του τεράστιου δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας αλλά τη σχέση των επιβαλλόμενων νέων τακτικών και έκτακτων φορολογικών βαρών στους πολίτες της χώρας μας, σε σχέση με τα ηθικά της όρια.
Τα λεγόμενα «χρηστά συναλλακτικά ήθη» δηλαδή οι άτυποι και ηθικοί κανόνες, οι οποίοι διέπουν τις συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε μία οικονομία, είναι το κλειδί για τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των συναλλασσομένων μερών, συνεπικουρούμενα βέβαια και από ένα νομοθετημένο, θεσμικά δίκαιο πλαίσιο συναλλαγών.
Η ηθική μαζί με τη δικαιοσύνη είναι δύο έννοιες οι οποίες έχουν το πιο σημαντικό ρόλο και καθορίζουν τη σχέση κράτους – πολίτη. Είναι δεδομένο με βάσει πολλές οικονομικές έρευνες πως υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ των ηθικών κοινωνικά αποδεκτών ορίων στη φορολόγηση των πολιτών και μιας πιθανής διάρρηξης της σχέσης εμπιστοσύνης κράτους –πολίτη , αν τα ηθικά όρια αυτά ξεπεραστούν. Με απλά λόγια αν οι πολίτες κρίνουν πως η αύξηση της φορολογίας ξεπεράσει τα ηθικά – δίκαια αποδεκτά όρια θα χάσουν την εμπιστοσύνη στο κράτος – πολιτεία που την επιβάλλει, με άμεσο αποτέλεσμα να επιδείξουν στα αρχικά στάδια άλλοι απροθυμία και ανυπακοή στη συμμόρφωση με τη καταβολή των αυξημένων φόρων άλλοι πλήρη αδιαφορία ενώ στα επόμενα στάδια και εφόσον δοκιμάσουν και αποτύχουν να δικαιωθούν κινούμενοι νομικά-θεσμικά κατά της πολιτείας, είτε θα σταματήσουν να εμπιστεύονται σε όλα τα επίπεδα την «άδικη» πολιτεία, τιμωρώντας κοινοβουλευτικά την όποια ηγεσία της στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση είτε θα την ανατρέψουν εξωκοινοβουλευτικά με εξέγερση.
Το εφαρμοζόμενο ελληνικό φορολογικό σύστημα(πλαίσιο) και η ηθική.
Η ηθική της φορολογίας βασίζεται καταρχάς στην αρχή της «ανταποδοτικότητας». Πληρώνουμε τους φόρους μας στο κράτος προκειμένου να είναι σε θέση να μας προσφέρει «δωρεάν υπηρεσίες».Οι «δωρεάν» αυτές υπηρεσίες συνήθως αφορούν την ασφάλεια, τη διοίκηση, την εκπαίδευση, τη περίθαλψη, τη προστασία αδύναμων κοινωνικά ομάδων πολιτών, πιθανόν τις συγκοινωνίες και γενικότερα αυτά που έχουμε μάθει να αποκαλούμε γενικότερα «κοινωνικά αγαθά» χωρίς να θέλω να εισέλθω στη περαιτέρω ανάλυση των όρων αυτών σε επίπεδο πολιτικών επιστημών ή την αντιμετώπιση των εννοιών αυτών σε ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο.
Ας αναλογιστούμε λοιπόν ποιες από τις ανωτέρω αναφερόμενες «δωρεάν» υπηρεσίες, λειτουργούν στη πολιτεία μας σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Στην ασφάλεια του πολίτη υπάρχει σοβαρό έλλειμμα, στον τομέα της εκπαίδευσης υπάρχει η παραπαιδεία, στον τομέα της διοίκησης η γραφειοκρατία και η διαφθορά κλπ. Σε όποιον τομέα και αν αναφερθούμε στον οποίο εμπλέκεται ο παράγων «πολιτεία-κράτος», αυτός λειτουργεί ανορθολογικά ενώ οι τελικά παραγόμενες υπηρεσίες είναι πολύ χαμηλής ποιότητας.
Η ηθική της φορολογίας βασίζεται επίσης στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της «αναλογικότητας».
Κάθε Έλληνας πολίτης πρέπει να πληρώνει φόρους οι οποίοι να είναι ανάλογοι με τη φοροδοτική του ικανότητα. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι περισσότεροι από τους έμμεσους φόρους στη χώρα και κυρίως τα πρόσφατα χαράτσια είναι ανήθικοι διότι εφαρμόζονται οριζόντια και χωρίς κριτήρια, ενώ δεν είναι αναλογική οποιαδήποτε φορολογία έχει να κάνει είτε με εκ νέου φορολόγηση ήδη φορολογημένου εισοδήματος είτε με φορολόγηση νεκρών(μη αποδιδόντων εισόδημα) νεκρών περιουσιακών(παγίων) στοιχείων ενεργητικού, τα οποία έχουν φορολογηθεί στο παρελθόν.
Σύγκρουση ατομικής ελευθερίας, ιδιοκτησιακού δικαιώματος με τους «ανήθικους» φόρους.
Οι φόροι γενικότερα δεν αποτελούν εκούσιες πληρωμές για τη παροχή υπηρεσιών από τη πολιτεία. Εκ του λόγου αυτού δεν μπορεί ο πολίτης να σταματήσει να πληρώνει φόρους αν δεν θέλει να χρησιμοποιήσει τη παρεχόμενη υπηρεσία ή δεν είναι ικανοποιημένος από αυτήν. Η μη ικανοποίηση όμως από το τελικά παραγόμενο προσφερόμενο αγαθό, αυτόματα τον καθιστά «ανήθικο» στα μάτια του πολίτη – φορολογουμένου.
Όσον αφορά δε την φορολόγηση της ιδιοκτησίας τα δεδομένα εδώ είναι πιο περίπλοκα. Καταρχάς η ιδιοκτησία είναι ένα δικαίωμα το οποίο έχει αποκτηθεί αφού αναλωθεί ένα ήδη φορολογημένο εισόδημα(π.χ. αγορά μιας οικίας με το ήδη φορολογημένο εισόδημα πολλών ετών το οποίο έχει αποταμιευτεί για αυτό το σκοπό).Κατά δεύτερον είναι μεγάλο ζήτημα το κατά πόσον το κράτος – πολιτεία νομιμοποιείται να «εκμισθώσει»(νοικιάσει επί της ουσίας) μέσω μιας ετήσιας επαναλαμβανόμενης φορολογίας ακίνητη ιδιοκτησία (οικόπεδο και ακίνητο),για την οποία έχει ήδη καταβληθεί εφάπαξ κατά την αγορά ο αναλογούν υψηλός φόρος. Η ιδιοκτησία αυτή είναι επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένη στη χώρα μας και ως εκ τούτου η οποιαδήποτε και με οιονδήποτε τρόπο επαναλαμβανόμενη φορολόγησή του, αποτελεί στην ουσία σύμβαση «εκμίσθωσης»(μεταξύ κράτους και ιδιοκτήτη), για ιδιοκτησία η οποία ήδη ανήκει στο πολίτη.
Η ανηθικότητα της μέσω των φόρων «αναδιανομής» του πλούτου.
Κάθε ποσό φόρου είναι ένα ποσό το οποίο αφαιρείται από κάποιον πολίτη ο οποίος έχει παράξει εισόδημα ή πλούτο. Με την αφαίρεση ολοένα και μεγαλύτερου ποσοστού αυτού του εισοδήματος – πλούτου από αυτόν που έχει παράγει και την αναδιανομή του στη συνέχεια σε άλλους πολίτες που δεν έχουν λάβει μέρος στη παραγωγή του επιβραβεύουμε όχι αυτόν που είναι παραγωγικός αλλά αυτόν ο οποίος έχει συνηθίσει να αναλώνει τον έτοιμο παραχθέντα πλούτο των άλλων. Ειδικά στη χώρα μας υπάρχουν ολόκληρες κοινωνικές ομάδες οι οποίες χωρίς να έχουν καν συμβάλλει στη παραγωγή οιουδήποτε πλούτου ή χωρίς να έχουν προσπαθήσει τουλάχιστον απολαμβάνουν τις «δωρεάν υπηρεσίες» ,τις κοινωνικές πρόνοιες, ή συντάξεις οι οποίες βασίζονται εξ ολοκλήρου σε φορολόγηση και αναδιανομή του πλούτου μιας μόνο μικρής παραγωγικής κοινωνικής ομάδας. Η διαρκώς τα τελευταία τρία έτη αύξηση μέχρις επάχθειας της φορολογίας των εναπομεινάντων αυτών παραγωγικών ομάδων τους αποθαρρύνει από την παραγωγή περισσότερου πλούτου, ενώ η επιβράβευση αυτών οι οποίοι ωφελούνται από την αναδιανομή τους ενθαρρύνει να μη προσπαθούν να γίνουν παραγωγικοί και να δημιουργήσουν πλούτο.
Συμπερασματικά λοιπόν και ενώ η χώρα μας έφθασε στο σημείο να έχει το μεγαλύτερο λειτουργικό κόστος του δημόσιου τομέα στην Ευρώπη, η Ελληνική πολιτεία – κράτος λειτουργώντας αποσπασματικά ,χωρίς στρατηγική και συγκεκριμένο σχέδιο( φορολογικό πλαίσιο) μετακυλύει ολόκληρο το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και της αποπληρωμής του συσσωρευμένου χρέους της χώρας, μέσω μιας συνεχόμενης και επαναλαμβανόμενης αύξησης της φορολογίας στους πολίτες της αδυνατώντας για άλλη μια φορά στη σύγχρονη ιστορία της, έστω και μέσω μιας ελεγχόμενης χρεοκοπίας να εξορθολογιστεί , να αναδιοργανωθεί και να εκσυγχρονίσει τη λειτουργία της, παράγοντας υπηρεσίες υψηλού επιπέδου. Κάτω από τέτοιες συνθήκες λοιπόν και βάσει των ανωτέρω ο μόνος χαρακτηρισμός που αρμόζει στο υπάρχων εφαρμοζόμενο «φορολογικό πλαίσιο – σύστημα» της χώρας είναι ένας. «Ανήθικο».
http://logia-starata.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου