Γράφει ο Γιώργος Τσιάπος, Δικηγόρος Σερρών
Αρκετοί συμπολίτες μας έχουν ανά καιρό βρεθεί σε δυσμενή θέση αναφορικά με τα χρέη τους και προς το Ελληνικό Δημόσιο, με αποτέλεσμα το τελευταίο να... έχει προχωρήσει σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των οφειλετών. Ιδιαίτερα δε τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο αυτό έχει οξυνθεί, με τις περιπτώσεις ατόμων, εναντίον των οποίων έχουν ασκηθεί πράξεις εκτέλεσης, να έχει αυξηθεί δραματικά. Ο δε προβληματισμός είναι έντονος, από την στιγμή που υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για (γενική ή μερική) απελευθέρωση των πλειστηριασμών από το 2014.
Στο Ν.Δ. 356/1974 «Κώδικας Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.)» ορίζονται αναλυτικά οι διαδικασίες που μπορεί να ακολουθήσει το Ελληνικό Δημόσιο για την είσπραξη των οφειλόμενων σ’ αυτό ποσών. Στο άρθρο 2 ορίζεται ότι η είσπραξη των δημοσίων εσόδων γίνεται δυνάμει νομίμου τίτλου και εν συνεχεία ορίζεται ότι «…Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένας νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά τον νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι` ην οφείλεται. β) Η εξ εγγράφων δημοσίων ή ιδιωτικών αποδεικνυομένη οφειλή. γ) Η εξ εγγράφων δημοσίων ή ιδιωτικών πιθανολογούμενη κατά την έννοιαν του άρθρου 347 Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας ως προς την ύπαρξιν και το ποσό αυτής οφειλή…». Επιπλέον, μετά την βεβαίωση της οφειλής, ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου αποστέλνει στον οφειλέτη ατομική ειδοποίηση (άρθρο 4), η οποία περιέχει τα στοιχεία του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο αυτό ανήκει, τον αριθμό και τη χρονολογία της βεβαιώσεως ή της δόσης (σε περίπτωση καταβολής δόσης οφειλής), ενώ στο άρθρο 9 ορίζεται ότι «Τα αναγκαστικά μέτρα που εφαρμόζονται για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων είναι τα εξής: 1) Κατάσχεση κινητών, είτε στα χέρια του οφειλέτη είτε κινητών και απαιτήσεων του, εν γένει στα χέρια τρίτου. 2) Κατάσχεση ακινήτων…»
Η ελληνική νομοθεσία όμως δεν αφήνει δίχως μέσο άμυνας τον οφειλέτη, εφόσον έχει βάσιμο και νόμιμο λόγο, καθώς μπορεί ο ίδιος να προχωρήσει, καταρχάς, σύμφωνα με το άρθρο 63 του Ν. 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, Α΄ 97), σε άσκηση προσφυγής (ή ενδεχομένως αίτησης ακύρωσης) κατά της εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης (π.χ. κατά πράξης επιβολής προστίμου), αλλά και σε άσκηση ανακοπής και αναστολής εκτέλεσης κατά κάθε πράξης της διοικητικής εκτέλεσης. Πράγματι, στο άρθρο 217 ορίζεται ότι «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού, δ) της έκθεσης πλειστηριασμού, και ε) του πίνακα κατάταξης», ενώ σε περίπτωση που όντως διαπιστωθεί παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, τότε το Δικαστήριο προβαίνει σε ολική ή μερική ακύρωση ή τροποποίησή της. Να σημειωθεί όμως ότι η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής είναι σύντομη, ήτοι εντός 30 ημερών για τις περιπτώσεις α, β, δ και ε και εντός 10 ημερών για την περίπτωση γ.
Επιπλέον, δικαίωμα ανακοπής δίνει και το άρθρο 73 του Κ.Ε.Δ.Ε. για ορισμένους περιοριστικά λόγους (π.χ. όταν υπάρχει άκυρος τίτλος προς είσπραξη ή εάν το χρέος αποσβέστηκε, συμψηφίστηκε ή παραγράφηκε).
Πλην όμως, σε κάθε περίπτωση, η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει από μόνη της την εκτελεστότητα της πράξης (δηλαδή το Δημόσιο μπορεί να προχωρήσει σε περαιτέρω ενέργειες εκτέλεσης, π.χ. κατάσχεση και πλειστηριασμός), εκτός αν ασκηθεί και γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής εκτέλεσης (ασφαλιστικά μέτρα).
Σύμφωνα λοιπόν με τις άνω διατάξεις, η ατομική ειδοποίηση ακολουθεί τη νομότυπη ταμειακή βεβαίωση του ποσού του χρέους του οφειλέτη του Δημοσίου και αποσκοπεί στο να γνωστοποιηθεί στον οφειλέτη το χρέος του και η αιτία του, ούτως ώστε να δυνηθεί αυτός να στραφεί με τα ένδικα μέσα που προβλέπει ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, (ανακοπή και αναστολή εκτελέσεως), κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που ενδεχομένως να ακολουθήσει, κτλ, ή και να προβεί σε ρύθμιση του χρέους του.
Κατ’ αναλογία λοιπόν των ανωτέρω, έγινε δεκτή η ανακοπή του οφειλέτη και κρίθηκε ότι η έκδοση του ένδικου προγράμματος πλειστηριασμού έλαβε χώρα καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Δημοσίου, με δεδομένο ότι το εκτιθέμενο σε πλειστηριασμό ακίνητο αποτελούσε τη μοναδική κατοικία του οφειλέτη. Έτσι, κρίθηκε ότι ο ως άνω πλειστηριασμός δεν αποτελούσε αναγκαίο μέτρο για την επιδίωξη του επιδιωκόμενου σκοπού (είσπραξη των οφειλόμενων από τον εφεσίβλητο χρεών) και ότι εξάλλου ήταν αντίθετο στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας (ΔΕΦ ΑΘ 105/2012).
Επιπλέον, κρίθηκε από το Διοικητικό Εφετείο ότι η είσπραξη των απαιτήσεων του Ι.Κ.Α. μπορούσε να επιδιωχθεί με λιγότερο επαχθή μέτρα, όπως κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων της οφειλέτιδας και όχι του βασικού απαραίτητου για τη λειτουργία της ακινήτου, η κατάσχεση, μάλιστα, του οποίου έχει ως αναγκαία συνέπεια την καταγγελία των δανειακών συμβάσεων της οφειλέτιδας από τις τράπεζες, οπότε και απορρίφθηκε η έφεση και επικυρώθηκε πρωτόδικη απόφαση που είχε κάνει δεκτή την ανακοπή.(ΔΕΦ ΑΘ 1633/2010)
Στην ακύρωση δε του προγράμματος πλειστηριασμού, καθώς έγινε δεκτό το ένδικο βοήθημα της ανακοπής, έφθασε το Δικαστήριο καθώς κρίθηκε ότι το πρόγραμμα του πλειστηριασμού είχε πλημμέλειες αναφορικά με την περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου και την εκτίμηση αυτού, που οφείλεται σε πλημμελή περιγραφή του. (ΔΠρΘεσσαλ 755/2005) Επιπλέον, κρίθηκε ότι ακυρώθηκε ορθά η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του ακινήτου ενός ομορρύθμου μέλους μιας ομόρρυθμης εταιρείας για χρέη του ιδίου ατομικά αλλά και της εταιρείας, για τον λόγο ότι δεν είχε γνωστοποιηθεί (ή σε κάθε περίπτωση, γνωστοποιήθηκε καθυστερημένα) στον ίδιο ατομικά η σχετική ατομική ειδοποίηση για τα χρέη, παρά μόνο στην εταιρεία, με αποτέλεσμα να στερηθεί ο ίδιος τη δυνατότητα δικαστικής προστασίας. (ΣτΕ 29/2013) Κατ’ αντιστοιχία, η μη περιέλευση ή η καθυστερημένη περιέλευση της ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να απολέσει ο τελευταίος το στάδιο δικονομικής προστασίας πριν από τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης, όπως η κατάσχεση κινητών ή ακινήτων του, οδηγεί σε ακύρωση της πράξης αυτής εκτέλεσης, εφόσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός αυτό της μη περιέλευσης ή της μη έγκαιρης περιέλευσης σ’ αυτόν της ατομικής ειδοποίησης (ΔΕΦ ΑΘ 64/2012, ΔΕΦ ΑΘ 999/2012, ΣτΕ 1806/2011, 1705/2008, αμφότερες μεταξύ των αυτών διαδίκων, ΣτΕ 2701/2011, πρβλ. 1642-4, 1639/2003)
Επίσης, σε υπόθεση όπου μετά από κατασχετήρια έκθεση της Δ.Ο.Υ. κατασχέθηκαν εις χείρας του Ι.Κ.Α., ως τρίτου, όσα οφείλει ή μέλλει να οφείλει από συντάξεις στην οφειλέτιδα και μέχρι του ποσού των 16.608,15€, με δυνατή και νόμιμη την παρακράτηση ποσοστού ¼ από την καταβαλλόμενη μηνιαία σύνταξη (άρθρο 31 Κ.Ε.Δ.Ε.) και απόδοσή του στο Δημόσιο μέχρι να συμπληρωθεί το ποσό της οφειλής, έγινε τελεσίδικα δεκτή η ανακοπή της οφειλέτιδας κατά της άνω κατασχετήριας έκθεσης, καθώς κρίθηκε ότι η ένδικη κατάσχεση της σύνταξης της οφειλέτιδας συνεπάγεται την αδυναμία κάλυψης των βιοποριστικών της αναγκών και της στερεί τη δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης και επομένως πρέπει να ακυρωθεί η κατασχετήρια έκθεση ως αντιβαίνουσα τόσο στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος που επιβάλλει το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου από την Πολιτεία, όσο και στην αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία επιβάλλει τα μέτρα που λαμβάνονται για την αναγκαστική είσπραξη των χρεών του Δημοσίου να είναι πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο προς τούτο μέτρο. (ΔΕΦ ΑΘ 1716/2010)
Αναφορικά δε με την κατάσχεση μισθού, σύνταξης και κάθε φύσεως ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδικά, πρέπει να λεχθεί ότι είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με το άρθρο 31 Κ.Ε.Δ.Ε., μόνον ως προς ποσοστό ¼ αυτών, ενώ επιπλέον δεν επιτρέπεται η κατάσχεσή τους, εφόσον το ποσό αυτό μηνιαίως είναι μικρότερο των 1.000€.1Στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό, επιτρέπεται η κατάσχεση επί του ¼ αυτών, το εναπομένον όμως ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 1.000€.
Συμπερασματικά, και υπό τη μέγγενη της απελευθέρωσης των πλειστηριασμών (ενδεχομένως από το 2014) και της διαρκώς εντεινόμενης ύφεσης, ο κάθε οφειλέτης του Δημοσίου οφείλει να γνωρίζει τα δικαιώματα που του παρέχει η νομοθεσία και να συμβουλεύετε άμεσα κάποιον δικηγόρο εν όψει των σύντομων προθεσμιών που προβλέπει η νομοθεσία, καθώς, όπως περιγράφηκε αναλυτικά παραπάνω, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου οι παραλείψεις και οι πλημμέλειες του Δημοσίου οδήγησαν στην τελική δικαίωση των οφειλετών. Κάθε άλλο μάλιστα, είναι εξαιρετικά συνηθισμένες.
Να σημειωθεί ότι το ελάχιστο ποσό αυτό με το προηγούμενο καθεστώς ήταν 600€, αλλά αυξήθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 3714/2008.
parathiro.net
Στο Ν.Δ. 356/1974 «Κώδικας Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.)» ορίζονται αναλυτικά οι διαδικασίες που μπορεί να ακολουθήσει το Ελληνικό Δημόσιο για την είσπραξη των οφειλόμενων σ’ αυτό ποσών. Στο άρθρο 2 ορίζεται ότι η είσπραξη των δημοσίων εσόδων γίνεται δυνάμει νομίμου τίτλου και εν συνεχεία ορίζεται ότι «…Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένας νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά τον νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι` ην οφείλεται. β) Η εξ εγγράφων δημοσίων ή ιδιωτικών αποδεικνυομένη οφειλή. γ) Η εξ εγγράφων δημοσίων ή ιδιωτικών πιθανολογούμενη κατά την έννοιαν του άρθρου 347 Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας ως προς την ύπαρξιν και το ποσό αυτής οφειλή…». Επιπλέον, μετά την βεβαίωση της οφειλής, ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου αποστέλνει στον οφειλέτη ατομική ειδοποίηση (άρθρο 4), η οποία περιέχει τα στοιχεία του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο αυτό ανήκει, τον αριθμό και τη χρονολογία της βεβαιώσεως ή της δόσης (σε περίπτωση καταβολής δόσης οφειλής), ενώ στο άρθρο 9 ορίζεται ότι «Τα αναγκαστικά μέτρα που εφαρμόζονται για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων είναι τα εξής: 1) Κατάσχεση κινητών, είτε στα χέρια του οφειλέτη είτε κινητών και απαιτήσεων του, εν γένει στα χέρια τρίτου. 2) Κατάσχεση ακινήτων…»
Η ελληνική νομοθεσία όμως δεν αφήνει δίχως μέσο άμυνας τον οφειλέτη, εφόσον έχει βάσιμο και νόμιμο λόγο, καθώς μπορεί ο ίδιος να προχωρήσει, καταρχάς, σύμφωνα με το άρθρο 63 του Ν. 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, Α΄ 97), σε άσκηση προσφυγής (ή ενδεχομένως αίτησης ακύρωσης) κατά της εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης (π.χ. κατά πράξης επιβολής προστίμου), αλλά και σε άσκηση ανακοπής και αναστολής εκτέλεσης κατά κάθε πράξης της διοικητικής εκτέλεσης. Πράγματι, στο άρθρο 217 ορίζεται ότι «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού, δ) της έκθεσης πλειστηριασμού, και ε) του πίνακα κατάταξης», ενώ σε περίπτωση που όντως διαπιστωθεί παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, τότε το Δικαστήριο προβαίνει σε ολική ή μερική ακύρωση ή τροποποίησή της. Να σημειωθεί όμως ότι η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής είναι σύντομη, ήτοι εντός 30 ημερών για τις περιπτώσεις α, β, δ και ε και εντός 10 ημερών για την περίπτωση γ.
Επιπλέον, δικαίωμα ανακοπής δίνει και το άρθρο 73 του Κ.Ε.Δ.Ε. για ορισμένους περιοριστικά λόγους (π.χ. όταν υπάρχει άκυρος τίτλος προς είσπραξη ή εάν το χρέος αποσβέστηκε, συμψηφίστηκε ή παραγράφηκε).
Πλην όμως, σε κάθε περίπτωση, η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει από μόνη της την εκτελεστότητα της πράξης (δηλαδή το Δημόσιο μπορεί να προχωρήσει σε περαιτέρω ενέργειες εκτέλεσης, π.χ. κατάσχεση και πλειστηριασμός), εκτός αν ασκηθεί και γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής εκτέλεσης (ασφαλιστικά μέτρα).
Σύμφωνα λοιπόν με τις άνω διατάξεις, η ατομική ειδοποίηση ακολουθεί τη νομότυπη ταμειακή βεβαίωση του ποσού του χρέους του οφειλέτη του Δημοσίου και αποσκοπεί στο να γνωστοποιηθεί στον οφειλέτη το χρέος του και η αιτία του, ούτως ώστε να δυνηθεί αυτός να στραφεί με τα ένδικα μέσα που προβλέπει ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, (ανακοπή και αναστολή εκτελέσεως), κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που ενδεχομένως να ακολουθήσει, κτλ, ή και να προβεί σε ρύθμιση του χρέους του.
Κατ’ αναλογία λοιπόν των ανωτέρω, έγινε δεκτή η ανακοπή του οφειλέτη και κρίθηκε ότι η έκδοση του ένδικου προγράμματος πλειστηριασμού έλαβε χώρα καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Δημοσίου, με δεδομένο ότι το εκτιθέμενο σε πλειστηριασμό ακίνητο αποτελούσε τη μοναδική κατοικία του οφειλέτη. Έτσι, κρίθηκε ότι ο ως άνω πλειστηριασμός δεν αποτελούσε αναγκαίο μέτρο για την επιδίωξη του επιδιωκόμενου σκοπού (είσπραξη των οφειλόμενων από τον εφεσίβλητο χρεών) και ότι εξάλλου ήταν αντίθετο στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας (ΔΕΦ ΑΘ 105/2012).
Επιπλέον, κρίθηκε από το Διοικητικό Εφετείο ότι η είσπραξη των απαιτήσεων του Ι.Κ.Α. μπορούσε να επιδιωχθεί με λιγότερο επαχθή μέτρα, όπως κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων της οφειλέτιδας και όχι του βασικού απαραίτητου για τη λειτουργία της ακινήτου, η κατάσχεση, μάλιστα, του οποίου έχει ως αναγκαία συνέπεια την καταγγελία των δανειακών συμβάσεων της οφειλέτιδας από τις τράπεζες, οπότε και απορρίφθηκε η έφεση και επικυρώθηκε πρωτόδικη απόφαση που είχε κάνει δεκτή την ανακοπή.(ΔΕΦ ΑΘ 1633/2010)
Στην ακύρωση δε του προγράμματος πλειστηριασμού, καθώς έγινε δεκτό το ένδικο βοήθημα της ανακοπής, έφθασε το Δικαστήριο καθώς κρίθηκε ότι το πρόγραμμα του πλειστηριασμού είχε πλημμέλειες αναφορικά με την περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου και την εκτίμηση αυτού, που οφείλεται σε πλημμελή περιγραφή του. (ΔΠρΘεσσαλ 755/2005) Επιπλέον, κρίθηκε ότι ακυρώθηκε ορθά η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του ακινήτου ενός ομορρύθμου μέλους μιας ομόρρυθμης εταιρείας για χρέη του ιδίου ατομικά αλλά και της εταιρείας, για τον λόγο ότι δεν είχε γνωστοποιηθεί (ή σε κάθε περίπτωση, γνωστοποιήθηκε καθυστερημένα) στον ίδιο ατομικά η σχετική ατομική ειδοποίηση για τα χρέη, παρά μόνο στην εταιρεία, με αποτέλεσμα να στερηθεί ο ίδιος τη δυνατότητα δικαστικής προστασίας. (ΣτΕ 29/2013) Κατ’ αντιστοιχία, η μη περιέλευση ή η καθυστερημένη περιέλευση της ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να απολέσει ο τελευταίος το στάδιο δικονομικής προστασίας πριν από τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης, όπως η κατάσχεση κινητών ή ακινήτων του, οδηγεί σε ακύρωση της πράξης αυτής εκτέλεσης, εφόσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός αυτό της μη περιέλευσης ή της μη έγκαιρης περιέλευσης σ’ αυτόν της ατομικής ειδοποίησης (ΔΕΦ ΑΘ 64/2012, ΔΕΦ ΑΘ 999/2012, ΣτΕ 1806/2011, 1705/2008, αμφότερες μεταξύ των αυτών διαδίκων, ΣτΕ 2701/2011, πρβλ. 1642-4, 1639/2003)
Επίσης, σε υπόθεση όπου μετά από κατασχετήρια έκθεση της Δ.Ο.Υ. κατασχέθηκαν εις χείρας του Ι.Κ.Α., ως τρίτου, όσα οφείλει ή μέλλει να οφείλει από συντάξεις στην οφειλέτιδα και μέχρι του ποσού των 16.608,15€, με δυνατή και νόμιμη την παρακράτηση ποσοστού ¼ από την καταβαλλόμενη μηνιαία σύνταξη (άρθρο 31 Κ.Ε.Δ.Ε.) και απόδοσή του στο Δημόσιο μέχρι να συμπληρωθεί το ποσό της οφειλής, έγινε τελεσίδικα δεκτή η ανακοπή της οφειλέτιδας κατά της άνω κατασχετήριας έκθεσης, καθώς κρίθηκε ότι η ένδικη κατάσχεση της σύνταξης της οφειλέτιδας συνεπάγεται την αδυναμία κάλυψης των βιοποριστικών της αναγκών και της στερεί τη δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης και επομένως πρέπει να ακυρωθεί η κατασχετήρια έκθεση ως αντιβαίνουσα τόσο στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος που επιβάλλει το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου από την Πολιτεία, όσο και στην αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία επιβάλλει τα μέτρα που λαμβάνονται για την αναγκαστική είσπραξη των χρεών του Δημοσίου να είναι πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο προς τούτο μέτρο. (ΔΕΦ ΑΘ 1716/2010)
Αναφορικά δε με την κατάσχεση μισθού, σύνταξης και κάθε φύσεως ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδικά, πρέπει να λεχθεί ότι είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με το άρθρο 31 Κ.Ε.Δ.Ε., μόνον ως προς ποσοστό ¼ αυτών, ενώ επιπλέον δεν επιτρέπεται η κατάσχεσή τους, εφόσον το ποσό αυτό μηνιαίως είναι μικρότερο των 1.000€.1Στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό, επιτρέπεται η κατάσχεση επί του ¼ αυτών, το εναπομένον όμως ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 1.000€.
Συμπερασματικά, και υπό τη μέγγενη της απελευθέρωσης των πλειστηριασμών (ενδεχομένως από το 2014) και της διαρκώς εντεινόμενης ύφεσης, ο κάθε οφειλέτης του Δημοσίου οφείλει να γνωρίζει τα δικαιώματα που του παρέχει η νομοθεσία και να συμβουλεύετε άμεσα κάποιον δικηγόρο εν όψει των σύντομων προθεσμιών που προβλέπει η νομοθεσία, καθώς, όπως περιγράφηκε αναλυτικά παραπάνω, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου οι παραλείψεις και οι πλημμέλειες του Δημοσίου οδήγησαν στην τελική δικαίωση των οφειλετών. Κάθε άλλο μάλιστα, είναι εξαιρετικά συνηθισμένες.
Να σημειωθεί ότι το ελάχιστο ποσό αυτό με το προηγούμενο καθεστώς ήταν 600€, αλλά αυξήθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 3714/2008.
parathiro.net
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου