Γεώργιος Σέκερης *
Πρέσβυς ε.τ.
O ευρωπαϊκός μας προσανατολισμός είναι, ως γνωστόν, παλαιός. Από την ίδρυσή του ήδη το νεοελληνικό κράτος εστράφη προς τον πολιτισμικά συγγενή ευρωπαϊκό χώρο, προσβλέποντας στην εξασφάλιση οικονομικής και γεωπολιτικής στήριξης, αλλά και στην αξιοποίηση προτύπων σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικοοικονομικής συγκρότησης.
Η ένταξή μας στην Κοινοτική Ευρώπη υπήρξε επομένως μια φυσική και σχεδόν αυτονόητη προέκταση της παραδοσιακής αυτής επιλογής. Η οποία, κατά τα λοιπά, εξακολουθεί να εξυπηρετεί ύψιστα εθνικά μας οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα.
Διατρέχουμε ωστόσο - ως συνήθως, θα έλεγα - τον κίνδυνο της υπερβολής: Των υπερβολικών προσδοκιών. Και των υπερβολικών αντιδράσεων, όταν, αναπόφευκτα, οι προσδοκίες αυτές διαψεύδονται. Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση απέχει παρασάγγας από την ενσάρκωση του ομοσπονδιακού οράματος των πατέρων της ευρωπαϊκής ιδέας - και από τις ψευδαισθήσεις αρκετών συμπολιτών μας. Οι ενίοτε επιχειρούμενοι παραλληλισμοί με τις ΗΠΑ είναι εκτός πραγματικότητος και συνεπώς παραπλανητικοί. Τους ευρωπαϊκούς λαούς συνδέουν οι κοινές αξίες που πηγάζουν, κατά κύριο λόγο, από την κλασσική, ελληνική και ρωμαϊκή, αρχαιότητα, από τον χριστιανισμό, και από τον διαφωτισμό. Ενώ στο αναδυόμενο διεθνές περιβάλλον τους συνέχουν μείζονα κοινά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα - καθώς καμία πλέον ευρωκοινοτική χώρα, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης, δεν είναι σε θέση μεμονωμένα να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους ανερχόμενους κολοσσούς της Ευρασiας.
Σε αντίθεση όμως με τους Αμερικανούς - την κρατική ενότητα των οποίων οριστικοποίησε, ας μην το λησμονούμε, ένας εμφύλιος πόλεμος που κόστισε 600,000 ζωές - οι Ευρωπαίοι, όχι μόνο δεν διαθέτουν ενιαία εθνική ταυτότητα, αλλά και παραμένουν προσηλωμένοι στις επί μέρους, μακραίωνες κατά κανόνα, εθνικές τους παραδόσεις. Και ως εκ τούτου, η Κοινοτική Ευρώπη εξελίσσεται σε μια Ιδιότυπη ένωση εθνικών κρατών - στην “Ευρώπη των κρατών-εθνών”, όπως την αποκάλεσε πριν από μισό αιώνα ο στρατηγός ντε Γκόλ. Ήτοι σε ένα θεσμικό χώρο εντός του οποίου επιδιώκεται ο συμβιβασμός και στο μέτρο του δυνατού η σύνθεση των συμφερόντων των κρατών-μελών, προκειμένου να εξυπηρετηθούν κοινά συμφέροντα και στοχεύσεις εντός και εκτός Ευρώπης.
Στον διεθνή δε αυτόν στίβο η χώρα μας καλείται να στηρίξει τα δικά της εθνικά συμφέροντα, μη λησμονώντας ποτέ ότι άγραφος, αλλά βασικός κανόνας λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η ανταποδοτικότητα: ότι δηλαδή κανένα από τα κράτη-μέλη - ημών συμπεριλαμβανομένων - δεν είναι διατεθειμένο να προβεί σε σημαντικές παραχωρήσεις χωρίς ανταποδοτικά οφέλη, άμεσα ή προσδοκώμενα.
***
Ιδιαίτερα εμφανής σήμερα, υπό το κράτος της κρίσης, είναι η οικονομική διάσταση των κοινοτικών συμφερόντων μας. Η συμμετοχή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ μας έχει προσφέρει πρόσβαση στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, καθώς και τεράστια, με ελληνικά μέτρα, χρηματικά ποσά, υπό μορφή δωρεάν βοήθειας και χαμηλότοκων δανείων και ποικίλη άλλη στήριξη, για τη δημιουργία σύγχρονων υποδομών και την αναβάθμιση του παραγωγικού μας ιστού. Η ανεπαρκής αξιοποίηση των ευκαιριών και η εν πολλοίς δημαγωγική διασπάθιση των πόρων αυτών βαρύνει την ελληνική πλευρά και ακριβέστερα την πολιτική μας ηγεσία των τελευταίων δεκαετιών - όχι τους συνήθεις κοινοτικούς υπόπτους. Εκτός αν τους προσάπτουμε ότι δεν μας έθεσαν από τότε υπό κηδεμονία!!
Ενώ οι πολιτικοί μας αυτοί ταγοί φέρουν και την κύρια ευθύνη για την υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, χωρίς να έχει προηγηθεί, ή έστω ταχύρρυθμα ακολουθήσει, η ανασύνταξη των κρατικών και οικονομικών μας δομών, προκειμένου να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις του σκληρού ευρώ και να αποφύγουμε την παρούσα εθνική μας δοκιμασία - τουλάχιστον στην κοινωνικώς δραματική και απαξιωτική για το ελληνικό γόητρο έκτασή της.
Ωστόσο, “επιστροφή στη δραχμή” υπό τις κρατούσες χαώδεις συνθήκες θα ήταν, κατά γενική παραδοχή, οικονομικώς, κοινωνικώς, και πιθανότατα και πολιτικώς, καταστροφική. Και συνεπώς παρά τις προφανείς αβεβαιότητες που μεσοπρόθεσμα περιβάλλουν το μέλλον της Ευρωζώνης, η μάχη της οικονομικής μας ανάκαμψης και ανασυγκρότησης πρέπει, κατά το δυνατόν, να δοθεί εντός αυτής.
Τόσο μάλλον που μια άτακτη έξοδος θα κλονίσει τη θέση μας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα, επί ζημία εθνικών διεθνοπολιτικών συμφερόντων, λιγότερο ίσως ορατών από ό,τι τα στενώς οικονομικά, αλλά τουλάχιστον εξ ίσου σημαντικών με αυτά.
Βέβαια, σε σύγκριση με την Οικονομική Ευρώπη, η Πολιτικοστρατιωτική Ευρώπη εμφανίζεται ιδιαίτερα ατροφική - καθώς οι εθνικές κυβερνήσεις θυσιάζουν ευκολότερα κυριαρχικά τους δικαιώματα στον οικονομικό, παρά στον διπλωματικό και στρατιωτικό τομέα. Χαρακτηριστικά, είκοσι χρόνια μετά τη θεαματική υιοθέτηση των φιλόδοξων διπλωματικών και στρατιωτικών στόχων του Μάαστριχτ, η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να δράσει ως ενιαία πολιτικοστρατιωτική δύναμη ακόμη και στην ίδια την ταρασσόμενη γεωπολιτική της περιφέρεια, περιοριζόμενη ως επί το πολύ στη χρήση “ήπιας ισχύος” - με την προσφυγή σε στρατιωτικά μέσα να αναλαμβάνεται ουσιαστικά από τα κράτη-μέλη μόνο σε εθνική βάση, ή στο νατοϊκό πλαίσιο. Και άρα, τα περί αμύνης κοινοτικών συνόρων κ.τ.τ. ανήκουν στον χώρο της ουτοπίας.
Παρέχοντας ωστόσο στα μέλη της τη δυνατότητα προνομιακής επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης μεταξύ τους, τα διευκολύνει - ιδίως τα ασθενέστερα - να εξασφαλίσουν, εντός των κόλπων της, χρήσιμες υποστηρίξεις και για τα διεθνοπολιτικά τους συμφέροντα. Και συνεπώς, υπό την προϋπόθεση των κατάλληλων εκ μέρους μας χειρισμών, η κοινοτική μας ιδιότητα μπορεί να λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής του ειδικού βάρους της χώρας μας στα παγκόσμια δρώμενα - και όλως ιδιαίτερα στο εγγύς γεωπολιτικό μας περιβάλλον.
***
Και εν πρώτοις στα Βαλκάνια. Όπου, κατά την κρίσιμη μεταβατική φάση που ακολούθησε την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, μας δόθηκε η δυνατότητα, ως η μόνη κοινοτική και συγχρόνως νατοϊκή χώρα της περιοχής, να αναλάβουμε ρόλο ηγετικό - και την ιστορική αυτή ευκαιρία την αντιπαρήλθαμε αδρανούντες, ή και ανοητεύοντες, λόγω γεωπολιτικής μυωπίας. Ορατός δε είναι σήμερα ο κίνδυνος, τυχόν αποδυνάμωση της κοινοτικής παρουσίας μας να διαβρώσει περαιτέρω τη θέση μας στους βαλκανικούς συσχετισμούς ισχύος και επιρροής.
Κατά δεύτερο λόγο, η κοινοτική ταυτότητα προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα στον χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου, και ειδικότερα σε σχέση με κρίσιμα εθνικά θέματα, όπως τα Ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό και το Ενεργειακό.
Αναμφίβολα, η άσκηση πίεσης επί της Άγκυρας μέσω της ενταξιακής διαδικασίας, ούτως ή άλλως ανέκαθεν προβληματική, αποβαίνει ακόμη δυσχερέστερη στο μέτρο που οι Τούρκοι διαπιστώνουν ότι η πλήρης ένταξή τους είναι κατά πάσαν βεβαιότητα ανέφικτη. Παρά ταύτα όμως, η τουρκική ηγεσία εξακολουθεί να ενδιαφέρεται ζωηρά για τη στάση των μεγάλων κοινοτικών δυνάμεων έναντι ζητημάτων απτομένων ζωτικών συμφερόντων της, όπως το Κουρδικό, η συριακή κρίση, ή η πολιτική του Ισραήλ - και συνεπώς δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί τις απόψεις και παροτρύνσεις τους. Κατά τα άλλα δε, η συμμετοχή μας στην Κοινοτική Ευρώπη αυξάνει το βάρος του ελληνικού παράγοντα έναντι, τόσο των Ισραηλινών, όσο και των Αράβων.
Μια ιδιαίτερα σημαντική, τέλος, πτυχή της κοινοτικής μας παρουσίας είναι η ενίσχυση της θέσης μας στην Ατλαντική Συμμαχία και κατ’ επέκταση και έναντι της Ουάσιγκτον. Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση συμπράττει, δίκην συγκοινωνούντων δοχείων, με το ΝΑΤΟ - το οποίο από την πλευρά του, εις πείσμα των επικηδείων των οποίων έχει κατά καιρούς αποτελέσει στόχο, παραμένει ο κύριος συλλογικός φορέας ευρωπαϊκής ασφαλείας και προνομιακός χώρος συνεργασίας Ευρωπαίων και Αμερικανών .
***
Ακούγεται ενίοτε η άποψη ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αναζητήσει στρατηγικό υποκατάστατο του δυτικού της προσανατολισμού. Πρόκειται για αυταπάτη.
Η κυρίως φερόμενη ως εναλλακτικός στρατηγικός σύμμαχος Ρωσία δεν είναι, ούτε διατεθειμένη, αλλά ούτε και σε θέση, να αναλάβει ένα τέτοιον ρόλο. Παρά τις ελληνικές εκκλήσεις, υπήρξε εκ των πρώτων που αναγνώρισαν τα Σκόπια ως “Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Αποδίδει πολύ μεγαλύτερη σημασία στον τουρκικό παράγοντα, από ό,τι στον ελληνικό - με τις σχέσεις της με την Άγκυρα, παρά τον διαχρονικώς υποβόσκοντα ρωσο-τουρκικό ανταγωνισμό, να βρίσκονται εδώ και καιρό σε ανοδική φάση. Και η κυπριακή της πολιτική αποσκοπεί ανέκαθεν στην απόσπαση της Μεγαλονήσου από τη Δυτική επιρροή - και ως εκ τούτου παγίως αντιτίθεται στη σύσφιγξη των δεσμών της Λευκωσίας με τη μητέρα πατρίδα. Εν πάση δε περιπτώσει δεν διαθέτει, επαρκή οικονομική και συμβατική στρατιωτική ισχύ - το ισχυρό πυρηνικό της οπλοστάσιο προσφέρεται μόνο ως αποτρεπτικό - για να αποβεί αξιόπιστο, πόσω μάλλον το κύριο, στρατηγικό έρεισμα της χώρας μας.
Ενώ ακόμη λιγότερο ως εναλλακτικός στρατηγικός μας εταίρος προσφέρεται η ενίοτε μνημονευμένη συναφώς Κίνα - την οποία, ούτως ή άλλως, η χώρα μας ενδιαφέρει σχεδόν αποκλειστικά ως “πύλη εισόδου” στην ευρωκοινοτική αγορά.
Με τη διαπίστωση αυτή ουδόλως φυσικά να αποκλείει την, επιβεβλημένη, αντιθέτως, επιλεκτική οικονομική, ενεργειακή, και διπλωματική συνεργασία με τις δύο παγκόσμιες αυτές δυνάμεις και όχι μόνο.
***
Συνοψίζω και συμπεραίνω:
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μολονότι πόρρω απέχει από το αρχικό ομοσπονδιακό ιδεώδες, δεν παύει να αποτελεί ένα ιστορικής σημασίας εγχείρημα.
Η συμμετοχή μας στο εγχείρημα αυτό, σε συνδυασμό και με την παρουσία μας στο ΝΑΤΟ, χωρίς ποσώς να είναι πανάκεια, συνιστά για την Ελλάδα το κύριο - και αναντικατάστατο - εξωτερικό της έρεισμα.
Η επιτυχής αξιοποίηση όμως του οποίου θα εξαρτηθεί από την ικανότητά μας να το εντάξουμε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εθνικής στρατηγικής.
Κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει την ανασύνταξη της ελληνικής πολιτείας και, ειδικότερα, την αναμόρφωση του προβληματικού κρατικού μας μηχανισμού. Το ζητούμενο δηλαδή είναι ένα κράτος μάχιμο, ικανό να αγωνισθεί αποτελεσματικά στη διεθνή αρένα.
Πρόκειται φυσικά για ένα θέμα πολύ ευρύτερο εκείνου που μου ζητήθηκε να αναπτύξω - και το οποίο αφορά στην ίδια την υπόσταση του Ελληνισμού κατά τον αρξάμενο αιώνα.
*Εισήγηση στην Ημερίδα της Ενωμένης Ελλάδας, 31 Μαρτίου 2013
Πρέσβυς ε.τ.
Η πολύπλευρη κρίση που μαστίζει τη χώρα μας - κρίση όχι μόνο οικονομική, αλλά και κοινωνική και ηθική - εξασθενίζοντας τη διεθνή μας θέση, καθιστά επιτακτικότερη παρά ποτέ την αξιοποίηση των διεθνών ερεισμάτων μας. Μεταξύ των οποίων καθοριστικής σημασίας είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.
O ευρωπαϊκός μας προσανατολισμός είναι, ως γνωστόν, παλαιός. Από την ίδρυσή του ήδη το νεοελληνικό κράτος εστράφη προς τον πολιτισμικά συγγενή ευρωπαϊκό χώρο, προσβλέποντας στην εξασφάλιση οικονομικής και γεωπολιτικής στήριξης, αλλά και στην αξιοποίηση προτύπων σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικοοικονομικής συγκρότησης.
Διατρέχουμε ωστόσο - ως συνήθως, θα έλεγα - τον κίνδυνο της υπερβολής: Των υπερβολικών προσδοκιών. Και των υπερβολικών αντιδράσεων, όταν, αναπόφευκτα, οι προσδοκίες αυτές διαψεύδονται. Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση απέχει παρασάγγας από την ενσάρκωση του ομοσπονδιακού οράματος των πατέρων της ευρωπαϊκής ιδέας - και από τις ψευδαισθήσεις αρκετών συμπολιτών μας. Οι ενίοτε επιχειρούμενοι παραλληλισμοί με τις ΗΠΑ είναι εκτός πραγματικότητος και συνεπώς παραπλανητικοί. Τους ευρωπαϊκούς λαούς συνδέουν οι κοινές αξίες που πηγάζουν, κατά κύριο λόγο, από την κλασσική, ελληνική και ρωμαϊκή, αρχαιότητα, από τον χριστιανισμό, και από τον διαφωτισμό. Ενώ στο αναδυόμενο διεθνές περιβάλλον τους συνέχουν μείζονα κοινά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα - καθώς καμία πλέον ευρωκοινοτική χώρα, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης, δεν είναι σε θέση μεμονωμένα να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους ανερχόμενους κολοσσούς της Ευρασiας.
Σε αντίθεση όμως με τους Αμερικανούς - την κρατική ενότητα των οποίων οριστικοποίησε, ας μην το λησμονούμε, ένας εμφύλιος πόλεμος που κόστισε 600,000 ζωές - οι Ευρωπαίοι, όχι μόνο δεν διαθέτουν ενιαία εθνική ταυτότητα, αλλά και παραμένουν προσηλωμένοι στις επί μέρους, μακραίωνες κατά κανόνα, εθνικές τους παραδόσεις. Και ως εκ τούτου, η Κοινοτική Ευρώπη εξελίσσεται σε μια Ιδιότυπη ένωση εθνικών κρατών - στην “Ευρώπη των κρατών-εθνών”, όπως την αποκάλεσε πριν από μισό αιώνα ο στρατηγός ντε Γκόλ. Ήτοι σε ένα θεσμικό χώρο εντός του οποίου επιδιώκεται ο συμβιβασμός και στο μέτρο του δυνατού η σύνθεση των συμφερόντων των κρατών-μελών, προκειμένου να εξυπηρετηθούν κοινά συμφέροντα και στοχεύσεις εντός και εκτός Ευρώπης.
Στον διεθνή δε αυτόν στίβο η χώρα μας καλείται να στηρίξει τα δικά της εθνικά συμφέροντα, μη λησμονώντας ποτέ ότι άγραφος, αλλά βασικός κανόνας λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η ανταποδοτικότητα: ότι δηλαδή κανένα από τα κράτη-μέλη - ημών συμπεριλαμβανομένων - δεν είναι διατεθειμένο να προβεί σε σημαντικές παραχωρήσεις χωρίς ανταποδοτικά οφέλη, άμεσα ή προσδοκώμενα.
***
Ιδιαίτερα εμφανής σήμερα, υπό το κράτος της κρίσης, είναι η οικονομική διάσταση των κοινοτικών συμφερόντων μας. Η συμμετοχή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ μας έχει προσφέρει πρόσβαση στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, καθώς και τεράστια, με ελληνικά μέτρα, χρηματικά ποσά, υπό μορφή δωρεάν βοήθειας και χαμηλότοκων δανείων και ποικίλη άλλη στήριξη, για τη δημιουργία σύγχρονων υποδομών και την αναβάθμιση του παραγωγικού μας ιστού. Η ανεπαρκής αξιοποίηση των ευκαιριών και η εν πολλοίς δημαγωγική διασπάθιση των πόρων αυτών βαρύνει την ελληνική πλευρά και ακριβέστερα την πολιτική μας ηγεσία των τελευταίων δεκαετιών - όχι τους συνήθεις κοινοτικούς υπόπτους. Εκτός αν τους προσάπτουμε ότι δεν μας έθεσαν από τότε υπό κηδεμονία!!
Ενώ οι πολιτικοί μας αυτοί ταγοί φέρουν και την κύρια ευθύνη για την υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, χωρίς να έχει προηγηθεί, ή έστω ταχύρρυθμα ακολουθήσει, η ανασύνταξη των κρατικών και οικονομικών μας δομών, προκειμένου να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις του σκληρού ευρώ και να αποφύγουμε την παρούσα εθνική μας δοκιμασία - τουλάχιστον στην κοινωνικώς δραματική και απαξιωτική για το ελληνικό γόητρο έκτασή της.
Ωστόσο, “επιστροφή στη δραχμή” υπό τις κρατούσες χαώδεις συνθήκες θα ήταν, κατά γενική παραδοχή, οικονομικώς, κοινωνικώς, και πιθανότατα και πολιτικώς, καταστροφική. Και συνεπώς παρά τις προφανείς αβεβαιότητες που μεσοπρόθεσμα περιβάλλουν το μέλλον της Ευρωζώνης, η μάχη της οικονομικής μας ανάκαμψης και ανασυγκρότησης πρέπει, κατά το δυνατόν, να δοθεί εντός αυτής.
Τόσο μάλλον που μια άτακτη έξοδος θα κλονίσει τη θέση μας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα, επί ζημία εθνικών διεθνοπολιτικών συμφερόντων, λιγότερο ίσως ορατών από ό,τι τα στενώς οικονομικά, αλλά τουλάχιστον εξ ίσου σημαντικών με αυτά.
Βέβαια, σε σύγκριση με την Οικονομική Ευρώπη, η Πολιτικοστρατιωτική Ευρώπη εμφανίζεται ιδιαίτερα ατροφική - καθώς οι εθνικές κυβερνήσεις θυσιάζουν ευκολότερα κυριαρχικά τους δικαιώματα στον οικονομικό, παρά στον διπλωματικό και στρατιωτικό τομέα. Χαρακτηριστικά, είκοσι χρόνια μετά τη θεαματική υιοθέτηση των φιλόδοξων διπλωματικών και στρατιωτικών στόχων του Μάαστριχτ, η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να δράσει ως ενιαία πολιτικοστρατιωτική δύναμη ακόμη και στην ίδια την ταρασσόμενη γεωπολιτική της περιφέρεια, περιοριζόμενη ως επί το πολύ στη χρήση “ήπιας ισχύος” - με την προσφυγή σε στρατιωτικά μέσα να αναλαμβάνεται ουσιαστικά από τα κράτη-μέλη μόνο σε εθνική βάση, ή στο νατοϊκό πλαίσιο. Και άρα, τα περί αμύνης κοινοτικών συνόρων κ.τ.τ. ανήκουν στον χώρο της ουτοπίας.
Παρέχοντας ωστόσο στα μέλη της τη δυνατότητα προνομιακής επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης μεταξύ τους, τα διευκολύνει - ιδίως τα ασθενέστερα - να εξασφαλίσουν, εντός των κόλπων της, χρήσιμες υποστηρίξεις και για τα διεθνοπολιτικά τους συμφέροντα. Και συνεπώς, υπό την προϋπόθεση των κατάλληλων εκ μέρους μας χειρισμών, η κοινοτική μας ιδιότητα μπορεί να λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής του ειδικού βάρους της χώρας μας στα παγκόσμια δρώμενα - και όλως ιδιαίτερα στο εγγύς γεωπολιτικό μας περιβάλλον.
***
Και εν πρώτοις στα Βαλκάνια. Όπου, κατά την κρίσιμη μεταβατική φάση που ακολούθησε την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, μας δόθηκε η δυνατότητα, ως η μόνη κοινοτική και συγχρόνως νατοϊκή χώρα της περιοχής, να αναλάβουμε ρόλο ηγετικό - και την ιστορική αυτή ευκαιρία την αντιπαρήλθαμε αδρανούντες, ή και ανοητεύοντες, λόγω γεωπολιτικής μυωπίας. Ορατός δε είναι σήμερα ο κίνδυνος, τυχόν αποδυνάμωση της κοινοτικής παρουσίας μας να διαβρώσει περαιτέρω τη θέση μας στους βαλκανικούς συσχετισμούς ισχύος και επιρροής.
Κατά δεύτερο λόγο, η κοινοτική ταυτότητα προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα στον χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου, και ειδικότερα σε σχέση με κρίσιμα εθνικά θέματα, όπως τα Ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό και το Ενεργειακό.
Αναμφίβολα, η άσκηση πίεσης επί της Άγκυρας μέσω της ενταξιακής διαδικασίας, ούτως ή άλλως ανέκαθεν προβληματική, αποβαίνει ακόμη δυσχερέστερη στο μέτρο που οι Τούρκοι διαπιστώνουν ότι η πλήρης ένταξή τους είναι κατά πάσαν βεβαιότητα ανέφικτη. Παρά ταύτα όμως, η τουρκική ηγεσία εξακολουθεί να ενδιαφέρεται ζωηρά για τη στάση των μεγάλων κοινοτικών δυνάμεων έναντι ζητημάτων απτομένων ζωτικών συμφερόντων της, όπως το Κουρδικό, η συριακή κρίση, ή η πολιτική του Ισραήλ - και συνεπώς δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί τις απόψεις και παροτρύνσεις τους. Κατά τα άλλα δε, η συμμετοχή μας στην Κοινοτική Ευρώπη αυξάνει το βάρος του ελληνικού παράγοντα έναντι, τόσο των Ισραηλινών, όσο και των Αράβων.
Μια ιδιαίτερα σημαντική, τέλος, πτυχή της κοινοτικής μας παρουσίας είναι η ενίσχυση της θέσης μας στην Ατλαντική Συμμαχία και κατ’ επέκταση και έναντι της Ουάσιγκτον. Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση συμπράττει, δίκην συγκοινωνούντων δοχείων, με το ΝΑΤΟ - το οποίο από την πλευρά του, εις πείσμα των επικηδείων των οποίων έχει κατά καιρούς αποτελέσει στόχο, παραμένει ο κύριος συλλογικός φορέας ευρωπαϊκής ασφαλείας και προνομιακός χώρος συνεργασίας Ευρωπαίων και Αμερικανών .
***
Ακούγεται ενίοτε η άποψη ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αναζητήσει στρατηγικό υποκατάστατο του δυτικού της προσανατολισμού. Πρόκειται για αυταπάτη.
Η κυρίως φερόμενη ως εναλλακτικός στρατηγικός σύμμαχος Ρωσία δεν είναι, ούτε διατεθειμένη, αλλά ούτε και σε θέση, να αναλάβει ένα τέτοιον ρόλο. Παρά τις ελληνικές εκκλήσεις, υπήρξε εκ των πρώτων που αναγνώρισαν τα Σκόπια ως “Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Αποδίδει πολύ μεγαλύτερη σημασία στον τουρκικό παράγοντα, από ό,τι στον ελληνικό - με τις σχέσεις της με την Άγκυρα, παρά τον διαχρονικώς υποβόσκοντα ρωσο-τουρκικό ανταγωνισμό, να βρίσκονται εδώ και καιρό σε ανοδική φάση. Και η κυπριακή της πολιτική αποσκοπεί ανέκαθεν στην απόσπαση της Μεγαλονήσου από τη Δυτική επιρροή - και ως εκ τούτου παγίως αντιτίθεται στη σύσφιγξη των δεσμών της Λευκωσίας με τη μητέρα πατρίδα. Εν πάση δε περιπτώσει δεν διαθέτει, επαρκή οικονομική και συμβατική στρατιωτική ισχύ - το ισχυρό πυρηνικό της οπλοστάσιο προσφέρεται μόνο ως αποτρεπτικό - για να αποβεί αξιόπιστο, πόσω μάλλον το κύριο, στρατηγικό έρεισμα της χώρας μας.
Ενώ ακόμη λιγότερο ως εναλλακτικός στρατηγικός μας εταίρος προσφέρεται η ενίοτε μνημονευμένη συναφώς Κίνα - την οποία, ούτως ή άλλως, η χώρα μας ενδιαφέρει σχεδόν αποκλειστικά ως “πύλη εισόδου” στην ευρωκοινοτική αγορά.
Με τη διαπίστωση αυτή ουδόλως φυσικά να αποκλείει την, επιβεβλημένη, αντιθέτως, επιλεκτική οικονομική, ενεργειακή, και διπλωματική συνεργασία με τις δύο παγκόσμιες αυτές δυνάμεις και όχι μόνο.
***
Συνοψίζω και συμπεραίνω:
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μολονότι πόρρω απέχει από το αρχικό ομοσπονδιακό ιδεώδες, δεν παύει να αποτελεί ένα ιστορικής σημασίας εγχείρημα.
Η συμμετοχή μας στο εγχείρημα αυτό, σε συνδυασμό και με την παρουσία μας στο ΝΑΤΟ, χωρίς ποσώς να είναι πανάκεια, συνιστά για την Ελλάδα το κύριο - και αναντικατάστατο - εξωτερικό της έρεισμα.
Η επιτυχής αξιοποίηση όμως του οποίου θα εξαρτηθεί από την ικανότητά μας να το εντάξουμε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εθνικής στρατηγικής.
Κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει την ανασύνταξη της ελληνικής πολιτείας και, ειδικότερα, την αναμόρφωση του προβληματικού κρατικού μας μηχανισμού. Το ζητούμενο δηλαδή είναι ένα κράτος μάχιμο, ικανό να αγωνισθεί αποτελεσματικά στη διεθνή αρένα.
Πρόκειται φυσικά για ένα θέμα πολύ ευρύτερο εκείνου που μου ζητήθηκε να αναπτύξω - και το οποίο αφορά στην ίδια την υπόσταση του Ελληνισμού κατά τον αρξάμενο αιώνα.
*Εισήγηση στην Ημερίδα της Ενωμένης Ελλάδας, 31 Μαρτίου 2013
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου