Το 2000 ήταν η πιο περίεργη χρονιά στη σύγχρονη κοινοβουλευτική Δημοκρατία των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου, ο μέχρι τότε Αντιπρόεδρος του Μπιλ Κλίντον Αλ Γκορ επικράτησε του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου και γιού του Τζορτζ Μπους (που είχε ηττηθεί από τον Κλίντον το 1992), Τζορτζ Μπους του νεώτερου με διαφορά σχεδόν 500.000 ψήφων (50.999.897 έναντι 50.456.002) και ποσοστό 48,4% έναντι 47,9%.
Και όμως, δεν έγινε ποτέ Πρόεδρος των ΗΠΑ. Το ίδιο βράδυ, η στρέβλωση του εκλογικού συστήματος των ΗΠΑ… έκανε πάρτυ στη Φλόριντα, την Πολιτεία όπου ήταν Κυβερνήτης ένας άλλος Μπους, ο Τζεμπ, αδελφός του Τζορτζ Μπους του νεώτερου. Η Φλόριντα, με… περίεργο τρόπο κατέληξε στα χέρια των Ρεπουμπλικανών, και οι εκλέκτορές της ανέτρεψαν τη λαϊκή ψήφο, δίνοντας στον Μπους προβάδισμα στο Κολλέγιο των Εκλεκτόρων (που εκλέγει και τον Πρόεδρο) με 271-266.
Φυσικά, ο Γκορ αμφισβήτησε το αποτέλεσμα, πέτυχε να ξεκινήσει η επανακαταμέτρηση, όλα έδειχναν ότι κάποιο αόρατο χέρι είχε παρέμβει, η επανακαταμέτρηση όμως τελείωσε λόγω… έλλειψης χρόνου, και το Ανώτατο Δικαστήριο εξέλεξε ως Πρόεδρο εκείνον που χρειάστηκε την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και δυο αχρείαστους πολέμους, στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, για να εδραιώσει την πολιτική ηγεμονία του.
Μερικούς μήνες νωρίτερα από τον Νοέμβριο του 2000, τον Απρίλιο, στις 9 Απριλίου, σαν σήμερα πριν από 13 χρόνια δηλαδή, η Ελλάδα ζούσε με τη σειρά της τις πιο… περίεργες εκλογές της Μεταπολίτευσης. Επειδή ήταν οι πιο οριακές, και επομένως έδωσαν το έναυσμα και αποτέλεσαν το ερέθισμα για συζητήσεις, σχόλια, μισόλογα, σενάρια συνωμοσίας.
Το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη κατάφερε να κρατηθεί στην εξουσία, επικρατώντας της Νέας Δημοκρατίας του Κώστα Καραμανλή. Όσο πιο… οριακά γινόταν, με 43,79% έναντι 42,74%, και διαφορά περίπου 70.000 ψήφων.
Ήταν οι εκλογές στις οποίες το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να αυξήσει το ποσοστό του σε σχέση με τις προηγούμενες, μια παράμετρο χωρίς ιστορικό προηγούμενο.
Ήταν οι εκλογές στις οποίες τα exit poll έδωσαν νικήτρια τη Νέα Δημοκρατία, οι οπαδοί της βγήκαν στους δρόμους να πανηγυρίσουν, και περίπου στις 21.00, όταν ο τότε εκπρόσωπος Τύπου της γαλάζιας παράταξης Άρης Σπηλιωτόπουλος έκανε φασαρία στο υπουργείο Εσωτερικών ζητώντας να δει τα αποτελέσματα, και άρχιζε να μπαίνει στην ενσωμάτωση η Β’ Αθηνών, η πρόβλεψη ανατράπηκε.
Το ΠΑΣΟΚ πέρασε μπροστά, και τελικά κέρδισε, όπως είχαν προβλέψει από νωρίς, σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις και εκμυστηρεύσεις μονάχα δυο πρόσωπα: Ο Παρασκευάς Αυγερινός, ιστορικός εκλογολόγος του Κινήματος, και ο Κώστας Λαλιώτης. Χωρίς άλλες συστάσεις…
Εκείνο το αποτέλεσμα, τόσο στην τελική μορφή του, όσο και στο τι προηγήθηκε για να προκύψει, παρέπεμπε σε εθνικό διχασμό. Και έτσι ήταν. Η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ ίδια μετά από εκείνη τη νίκη του Κώστα Σημίτη.
Ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός, έχασε τον έλεγχο της διακυβέρνησης και της εξουσίας, και η δεύτερη τετραετία του ήταν έμπλεη σκανδάλων και χαμένων ευκαιριών για τη χώρα.
Το ΠΑΣΟΚ, πίστεψε ότι… κέρδισε χρόνο, δεν ανανεώθηκε ποτέ, και όταν το έκανε το 2004 με τον Γιώργο Παπανδρέου, ήταν πλέον αργά. Και η προσπάθεια θνησιγενής.
Ο Κώστας Καραμανλής αναγκάστηκε να κάνει μισό βήμα πίσω από τη στρατηγική μετωπικής σύγκρουσης με το “σύστημα”, να αναδιατάξει τις δυνάμεις του και να ποντάρει στη βέβαιη νίκη των επερχόμενων εκλογών.
Η Νέα Δημοκρατία με τη σειρά της, δεν επεδίωξε την αλλαγή γενιάς, και η επικράτησή της το 2004 στηρίχτηκε περισσότερο στο πολιτικό εκτόπισμα και τη δημοφιλία του αρχηγού της, που διαπερνούσε οριζόντια κόμματα και ιδεολογικές δεξαμενές.
Η χώρα έχασε τον προσανατολισμό της, την πιο κρίσιμη στιγμή. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας του 2004, μετατράπηκαν από ευκαιρία εθνικής επανεκκίνησης σε διαχείριση φιλοδοξιών και ωδή σε μια εθνική καθημερινότητα που εκφραζόταν αφόρητα πειστικά από το μετέπειτα σλόγκαν του ελληνικού τουρισμού “Ζήσε τον μύθο σου”.
Τον έζησαν οι περισσότεροι, με την επιχειρηματική ελίτ του τόπου να μην αποτελεί εξαίρεση αλλά εκκωφαντικό μέρος του προβλήματος. Με πληθυντικό μερίδιο ευθύνης για όσα ακολούθησαν, και εκφράστηκαν το 2010 με τη χρεοκοπία της Ελλάδας στα χέρια του τελευταίου των Παπανδρέου. Στο Καστελόριζο, με φόντο το γαλάζιο του Αιγαίου, και τον… ψαρά.
Πάνω σε αυτό το… συννεφάκι, στρογγυλοκάθισε μια ολόκληρη χώρα. Ξεχνώντας τις πραγματικές διαστάσεις της, παραγνωρίζοντας την αναντιστοιχία εθνικού οράματος με το ανεπαρκές πολιτικό δυναμικό και τις αρτηριοσκληρωτικές, αργόσυρτες δομές διοίκησης και λειτουργίας του κράτους και των θεσμών.
Είναι το συννεφάκι από το οποίο… πέσαμε απότομα στα νερά του Καστελόριζου, πριν από τρία χρόνια. Δέκα χρόνια μετά την εκλογική νίκη του Κώστα Σημίτη, την 9η Απριλίου του 2000.
Η Ιστορία κάνει ακόμη υπομονή. Μέχρι να έχει μπροστά της όλα τα δεδομένα, και αναλόγως να επιχειρήσει να γράψει τον συμπερασματικό επίλογο. Το βέβαιο είναι ότι το 2000 χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα. Να αλλάξει… εγκαίρως. Αν εκείνο το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό, ίσως είχαν αναγκαστεί να αλλάξουν βιαίως, και τα δυο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας.
Το ΠΑΣΟΚ θα σταματούσε να φλερτάρει με τη μετάλλαξη σε… light Κεντροδεξιά, και θα αναζητούσε νέα αφηγήματα για να εκφράσει μια σύγχρονη Κεντροαριστερά.
Η Νέα Δημοκρατία, θα είχε αναγκαστεί να κυβερνήσει με μια οριακή πλειοψηφία, επομένως δεν θα άφηνε τον χρόνο να περνά, ούτε θα αισθανόταν την πολιτική ασφάλεια της απόλυτης ηγεμονίας που ακολούθησε το 2004.
Τότε χάθηκε η ευκαιρία να ξαναγραφεί το εθνικό μυθιστόρημα μιας πολιτικής με μάχη ιδεών και πεποιθήσεων. Με γωνίες και αναζήτηση της σύνθεσης όχι στον συμβιβασμό και τη συναίνεση, αλλά στην επικράτηση των ιδεών. Και στη μεταξύ τους ζύμωση.
Όπως άλλωστε είχε πει η Μάργκαρετ Θάτσερ, που έφυγε μόλις προχθές, η συναίνεση ξεκινάει εκεί όπου τελειώνουν οι πεποιθήσεις. Και η Ελλάδα της μεγάλης κρίσης, ξέμεινε πρωτίστως από πεποιθήσεις και αξιακές προτεραιότητες. Είναι η Ελλάδα που ταλαιπωρείται ακόμη από τον λαϊκισμό, ακριβώς εξαιτίας αυτής της έλλειψης.
Γι’ αυτό και η επόμενη Ελλάδα, η Ελλάδα μετά την κρίση, οφείλει και πρέπει να είναι η Ελλάδα μετά τον λαϊκισμό. Η Ελλάδα που θα ξαναβρεί τις πεποιθήσεις που σίγησαν, επικαιροποιημένες και ανθεκτικές. Η Ελλάδα που θα αναζητήσει και θα επενδύσει σε εξαιρέσεις.
Ακόμη και μέσα στην κρίση και την εθνική μελαγχολία, πρέπει, παραφράζοντας μια ιστορικών διαστάσεων αποστροφή του Μπαράκ Ομπάμα σε ομιλία του πριν από τις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου, να παραδεχτούμε ότι “φτάσαμε πολύ μακριά, για να κάνουμε πίσω”.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου