Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Επιτέλους! Δεν υπάρχει ένας πατριώτης;

Δύο περιστατικά, που συνδέονται μεταξύ τους, καθώς και τα δύο έχουν να κάνουν με τις γερμανικές επιχειρηματικές (λέμε τώρα) δραστηριότητες στην Ελλάδα, αποδεικνύουν ότι από την αρχή η κυβέρνηση δεν έθεσε σωστά τις βάσεις της διαπραγμάτευσης με το Βερολίνο.


Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Και στις δύο περιπτώσεις, έχουν βγει λάδι όσοι εκ του ελληνικού πολιτικού συστήματος έχουν αναμιχθεί.

Και όπως δεν υπάρχει έγκλημα δίχως πτώμα, έτσι δεν υπάρχει και πτώμα χωρίς τον δολοφόνο του.

Όταν ο δολοφόνος παραμένει ασύλληπτος και ατιμώρητος, τότε και το έγκλημα ξεχνιέται και δεν μπορεί κανείς να επικαλεστεί τα δικαιώματα του θύματος.

Τα περιστατικά – και οι παραφυάδες τους – πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα, αντιμετωπίστηκαν σχεδόν γραφειοκρατικά, ως κάτι το φυσιολογικό και το αναμενόμενο.

Και όμως. Καταδεικνύουν την οικτρή πραγματικότητα. Ότι δηλαδή οι «μεγάλοι» της Ευρώπης, που επί χρόνια μας έβλεπαν να δανειζόμαστε για να δίνουμε (σχεδόν πάντα με απευθείας αναθέσεις και με μίζες) δουλειές στις βιομηχανίες τους, τώρα ετοιμάζονται να μας εγκαταλείψουν δια της… κουράς.

Και δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να τους ξεμπροστιάσει από την αρχή.

Δεν βρέθηκε ένας Έλληνας να τους βάλει στη θέση τους στην πορεία.

Δεν βρίσκεται ακόμη και τώρα ένας πατριώτης, ο οποίος να διαθέτει κάποιο αξίωμα, που να σηκωθεί να πάει στο γήπεδό τους και να δώσει μια μεγάλη συνέντευξη Τύπου, εξηγώντας στους λαούς της Ευρώπης με ποιον τρόπο οδηγήθηκε η Ελλάδα στη σημερινή κατάντια.

Αλλά πώς να βρεθεί; Ποιος είναι αυτός που θα βρει το θάρρος και θα έχει τη σιγουριά πως – ακόμη κι’ αν ο ίδιος είναι καθαρός – δεν έχει πλάι του, στην παράταξή του, στο επιτελείο του, κάποιον «παλιό γνώριμο» των δανειστών μας;

Το τελεσίγραφο Ρέσλερ
Μας κουβαλήθηκε εδώ τις προάλλες ο Γερμανός υπουργός των Οικονομικών Ρέσλερ. Και μεταξύ άλλων παραινέσεων, μας σύστησε να εξασφαλίσουμε τη… νομική ασφάλεια των επενδύσεων, ζητώντας να κλείσει επιτέλους η υπόθεση της Ζήμενς.

Διότι σου λέει, (ο Ρέσλερ) αφού δεν υπάρχουν ένοχοι, δεν υπάρχει και έγκλημα. Κλείστε το, λοιπόν, να τελειώνουμε.

Έσπευσε αμέσως (τη Δευτέρα) ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Παπαϊωάννου να μας ενημερώσει πως οι διαπραγματεύσεις του Δημοσίου με τη Ζήμενς βρίσκονται «κοντά στην ολοκλήρωσή τους»!

Συγγνώμη, αλλά τι σημαίνει αυτό; Δεν κάνει να μάθουμε; Και τι θα πει εκείνο το «ή κάνεις συμβιβασμό ή όχι»; Κάνεις ή δεν κάνεις συμβιβασμό;

Και γιατί να δεχθούν οι Γερμανοί να καταβάλουν αποζημιώσεις (όπως πομπωδώς μας αναγγέλθηκε τον ωραίο καιρό της προπαγάνδας), όταν εσύ την έχεις κλείσει την υπόθεση και μάλιστα με τη βούλα του κοινοβουλίου;

Και, με συγχωρείτε, αλλά ο Ρέσλερ δεν μίλησε για διαπραγματεύσεις. Μας διέταξε να κλείσουμε την υπόθεση.

Να κάνουμε ό,τι και με την άλλη τους εταιρία, τη ΜΑΝ. Τότε που ξεχάσαμε τα λεωφορεία που έβγαλαν κεραίες και έγιναν… τρόλεϊ.

Και την άλλη, την FERROSTAAL. Και τα τρένα που δεν χωρούσαν στις ράγες. Και τα υποβρύχια που έγερναν. (Σε κάτι τέτοιους τυπικούς και αδιάφθορους τύπους συκοφάντησαν τη χώρα τους οι κυβερνώντες).

Εκεί που μας χρωστάγανε...
Το δεύτερο περιστατικό: Την προηγούμενη εβδομάδα, ο υπουργός Άμυνας Πάνος Μπεγλίτης βρέθηκε στις Βρυξέλλες, προκειμένου να συναντήσει τον αρμόδιο για τον ανταγωνισμό Επίτροπο Αλμούνια και να του εξηγήσει ότι το ελληνικό Δημόσιο ΔΕΝ μπορεί να ανακτήσει κρατικές ενισχύσεις ύψους 539 εκ ευρώ, που σύμφωνα με την Κομισιόν παρανόμως είχαν κατευθυνθεί προς τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά.

Την 1η Δεκεμβρίου του 2010, η Επιτροπή είχε δώσει εξάμηνη παράταση προκειμένου η επιχείρηση να επιστρέψει τα χρήματα στο ελληνικό Δημόσιο.

Η προθεσμία έληξε προ καιρού, τα χρήματα δεν επεστράφησαν και η Κομισιόν προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Ως γνωστόν, μετά από πολλές περιπέτειες, επαναστατικές κρατικοποιήσεις (δια της ΕΤΒΑ, ξέρετε, που ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από τράπεζα), περιττούς διορισμούς, ιδιωτικοποιήσεις με τη συμμετοχή των εργαζομένων, ένα σύντομο βρετανικό πέρασμα  και αφού στο τέλος της πρώτης κυβέρνησης Σημίτη βρέθηκαν με συσσωρευμένα χρέη 50 δις δρχ., τα ναυπηγεία πέρασαν σε γερμανικά χέρια.

Το 2002 πουλήθηκαν στη γερμανική εταιρία HDW, στην οποία είχαν ήδη παραγγελθεί τρία υποβρύχια. Μεταξύ του 2002 και του 2004 υπογράφονται με τους Γερμανούς επαχθείς «παράπλευρες συμφωνίες».

Το 2005 οι Γερμανοί πουλούν τα ναυπηγεία (με υπόδειξη Γκέρχαρντ Σρέντερ) σε άλλους Γερμανούς, την Thyssenkrupp, και η μεταβίβαση συνοδεύεται από «προικοδότηση» 3 δις ευρώ από το (ελληνικό) κράτος – άλλωστε, όλες οι μεταβιβάσεις προικοδοτούνταν γενναία από εμάς τους κιμπάρηδες, που τώρα μας αποκαλούν μπαταχτσήδες.

Ακριβώς αυτές οι συνεχείς «προικοδοτήσεις», (1996-2002), καθώς από πώληση σε πώληση το κράτος επιδοτούσε τους νέους αγοραστές, είτε για να αποφασίσουν να προχωρήσουν στην αγορά, είτε για να μην απολύσουν τους εργαζόμενους, οδήγησαν και σε ευρωπαϊκό πρόστιμο ύψους 230 εκ ευρώ, που με τους τόκους έχουν αισίως φθάσει τα 539 εκ ευρώ, που διαπραγματεύεται τώρα ο κ. Μπεγλίτης.

Μάλιστα, τον Ιούλιο του 2008 η Κομισιόν εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία η Ελλάδα καλείτο να ανακτήσει τις παράνομες επιδοτήσεις που είχαν χορηγηθεί υπέρ των μη στρατιωτικών δραστηριοτήτων των Ελληνικών Ναυπηγείων.

Ανάκτηση δεν έγινε (από πού να τα πάρουν; Από τους Γερμανούς που απειλούσαν, εκβίαζαν και ζητούσαν να πληρώσει το κράτος το πρόστιμο;) και η υπόθεση κατέληξε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Τον περασμένο Νοέμβριο – και προκειμένου να (ξανα)πουληθούν τα Ναυπηγεία – η Ελλάδα ανέλαβε σειρά δεσμεύσεων:

Τα περιουσιακά στοιχεία των Ναυπηγείων που δεν έχουν σχέση με τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων να πωληθούν και τα χρήματα να χρησιμοποιηθούν για μερική επιστροφή των χρημάτων, που η ΕΕ απαιτεί να ανακτηθούν από το ελληνικό δημόσιο ως παρανόμως καταβληθέντα. Φυσικά, δεν πουλήθηκε τίποτα.

Επίσης:

Η «Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε» (ΕΝΑΕ) παραιτείται από την χρήση των γηπέδων που της έχουν παραχωρηθεί και τα οποία δεν είναι αναγκαία για τις στρατιωτικές δραστηριότητες.

Η ΕΝΑΕ δεν θα ασκήσει καμία μη στρατιωτική δραστηριότητα κατά τα επόμενα 15 έτη – οπότε μια κατ’ εξοχήν ναυτική χώρα όπως η Ελλάδα δεν θα μπορεί να δραστηριοποιηθεί σε έναν εξαιρετικά προσοδοφόρο τομέα όπως η ναυπήγηση πλοίων, παρά μόνο για τις στρατιωτικές της ανάγκες.

Η Ελλάδα και η ΕΝΑΕ θα καταγγείλουν μια σειρά εγγυήσεων τις οποίες η Επιτροπή είχε κρίνει ασυμβίβαστες με την απόφασή της του 2008.

Υπενθυμίζω ότι το 2002 είχαν όλοι πανηγυρίσει για την «επιτυχημένη» ιδιωτικοποίηση. Δυο χρόνια μετά, πληροφορηθήκαμε ότι οι συσσωρευμένες ζημιές είχαν φθάσει τα 180 εκ ευρώ και η HDW, η γερμανική εταιρία στην οποία «επιτυχημένα» είχαμε πουλήσει δήλωνε ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, πως σκόπευε και αυτή να πουλήσει και πως δεν μπορούσε να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για να καλύψει τις ζημιές.

Οι Γερμανοί αποφασίζουν να μεταφέρουν σταδιακά κατασκευαστικό έργο από τον Σκαραμαγκά στο Κίελο, προκειμένου η μητρική εταιρία να αυξήσει τα έσοδά της σε βάρος της θυγατρικής. Έτσι, ανατίθεται στην μητρική εταιρία υποκατασκευαστικό έργο ύψους 15 δις δρχ. για τμήματα των υποβρυχίων S214, που ο Σκαραμαγκάς κατασκεύαζε για λογαριασμό του Πολεμικού Ναυτικού.

Μιλάμε για την περίφημη σύμβαση του 2002, όταν παραγγέλθηκαν τα τρία (που έγιναν τέσσερα) υποβρύχια, μεταξύ των οποίων και το «Παπανικολής», το «πιλοτικό»,  που παρουσίασε κλίση 45 μοιρών (σε ανάδυση και εν πλω) και η Ελλάδα επί χρόνια αρνείτο να παραλάβει.

Το συμφωνηθέν ποσόν ήταν 1,8 δις ευρώ, από τα οποία προπληρώθηκε (διότι έτσι καταβάλλεται η μίζα) το 1,4 δις ευρώ και όλα αυτά τα χρόνια το Βερολίνο πίεζε για την παραλαβή και την αποπληρωμή των υπολοίπων 400 εκ ευρώ, ακόμη και με δηλώσεις υπέρ των Σκοπίων!

Στην Ελλάδα πίεζαν οι Γερμανοί ιδιοκτήτες του Σκαραμαγκά. Πότε πουλούσαν, πότε απέλυαν, πότε κατέθεταν αγωγές κατά του ελληνικού Δημοσίου. Το Νοέμβριο του 2008 έστειλαν τελεσίγραφο ότι αν δεν πληρωθούν οι υποχρεώσεις θα αποσύρουν και το τελευταίο κατασκευαστικό πρόγραμμα, απολύοντας 1.400 εργαζόμενους.

Τον Σεπτέμβριο του 2009 τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά βρέθηκαν ένα βήμα πριν από το λουκέτο με την Thyssenkrupp να καταγγέλλει την μοναδική σύμβαση που είχε στο Ναυπηγείο. Την ίδια ώρα, οι 170 εργαζόμενοι της (αποσχισθείσας) εταιρίας τροχαίου υλικού παρέμεναν απλήρωτοι από τον Μάιο του 2009. Η αποσχισθείσα εταιρία είχε αιφνιδιαστικά πουληθεί σε… άλλο Γερμανό, που με τη σειρά του εγκατέλειψε την εταιρία!

Οι εκβιασμοί συνεχίστηκαν και τον Οκτώβριο του 2009, όταν γνωστοποιήθηκε ότι σταματά η μισθοδοσία των εργαζομένων. Οι Γερμανοί ανακοινώνουν εγκατάλειψη των ναυπηγείων.

Αρχίζουν νέες περιπέτειες και αναζήτηση αγοραστή, με τον υπουργό Άμυναςτότε  Β. Βενιζέλο να έχει παραλάβει μια χαώδη κατάσταση, με τους Γερμανούς να έχουν ήδη εισπράξει πάνω από 2 δις ευρώ για τα 4 νέα υποβρύχια S 214 και τον εκσυγχρονισμό των 3 παλαιών S 209, χωρίς βέβαια να έχει παραδοθεί κανένα.

Και τελικά, οι Γερμανοί υπογράφουν με εταιρία συμφωνία για την πώληση του 100% των μετοχών με συμβολικό τίμημα 1 ευρώ!

Τον Ιανουάριο του 2010 αποφασίζεται νέα πώληση, με νέα συμφωνία, ενώ μπαίνει λουκέτο στο τμήμα τροχαίου υλικού και οι εργαζόμενοι βρίσκονται στον δρόμο. Τον Μάρτιο αποφασίζεται τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά να περάσουν (σε ποσοστό 75,1%) στην Αμπού Ντάμπι Μαρ, με την Thyssen να διατηρεί το 24,9%.

Αρχίζουν νέες διαπραγματεύσεις και φθάνουμε στον Σεπτέμβριο του 2010, οπότε και επιτυγχάνεται συμφωνία, που υπογράφεται τον Οκτώβριο. Τον Νοέμβριο παραλαμβάνεται και το «Παπανικολής». Στη σύμβαση δεν φιγουράρει η «αμαρτωλή» Ferrostaal και δεν υπάρχουν αντισταθμιστικά ωφελήματα.

(Αυτά τα έχω ξαναγράψει άπειρες φορές, αλλά η επανάληψη είναι μήτηρ της μαθήσεως).

Πού βρισκόμαστε τώρα;
Μα στο γερμανικό χρέος των 539 εκ, λόγω των παρανόμων κρατικών ενισχύσεων, των προστίμων και των τόκων.

Οι Γερμανοί δεν έχουν την πλειοψηφία, αλλά και να την είχαν δεν επρόκειτο να πληρώσουν τα πρόστιμα.

Η συμφωνία πώλησης δεν επιτρέπει να λειτουργούν τα ναυπηγεία (για τα προσεχή 15 χρόνια) παρά μόνο για την επισκευή πολεμικών πλοίων.

Καταφέραμε να είμαστε μια ναυτική χώρα με 16.000 χλμ ακτογραμμής που δεν μπορεί να επισκευάσει ένα εμπορικό πλοίο.

Άχρηστοι. Και για να έχουμε ένα ναυπηγείο και για να πάρουμε τα χρωστούμενα από τους Γερμανούς που τους επιδοτούσαμε αγρίως, αλλά τότε το Βερολίνο έκανε την πάπια.

Σήμερα, μας κουνά το δάχτυλο και μας καταγγέλλει ως απείθαρχους. Όταν οι εταιρίες τους τσέπωναν τα λεφτά ήταν καλά.

Και έχουμε και τον Ρέσλερ να μας λέει κι’ από πάνω πως «δεν θα βοηθήσει» αν ζητήσουμε τις γερμανικές οφειλές – ούτε αυτές, ούτε τις κατοχικές.

Και έχουμε και τους δικούς μας (λέμε τώρα) να μην τολμούν να μιλήσουν, να τους ξεμπροστιάσουν, να αποκαλύψουν σε όλον τον κόσμο την πραγματικότητα.

Να μιλήσουν για την κατάσταση που επικρατεί στο Αιγαίο, για τους ξέφρενους εξοπλισμούς, για την συμπεριφορά των γερμανικών εταιριών επί ελληνικού εδάφους.

Φοβούνται κάτι; Προφανώς.

Γι’ αυτό και πάμε στο παρακαλετό. Φτάσαμε στο σημείο να παρακαλάμε τον Αλμούνια να μας επιτρέψει να επισκευάζουμε και άλλα πλοία πλην των πολεμικών, προερχόμενα και από τρίτες χώρες (πλην ΕΕ).

Τι κι’ αν ο Μπεγλίτης έστειλε μήνυμα στη διοίκηση των Ναυπηγείων πως «δεν μπορούν να υπάρξουν εκβιασμοί, καθώς δεν έχουμε να δώσουμε προίκα και οι προικοθήρες έχουν τελειώσει για το υπουργείο Εθνικής Άμυνας».

Αυτοί ξέρουν καλά πως επί χρόνια αυτό έκανε η Ελλάδα. Έδινε προίκα στους εκβιαστές και άφεση αμαρτιών στους εντός και εκτός συνόρων διεφθαρμένους.

Και επομένως, θα μας πάνε μια χαρά ως πρόβατα επί σφαγήν, αφού προηγηθεί η κουρά.

Και δεν υπάρχει ένας πατριώτης…

Να τους πει πως όχι μόνο δεν τους χρωστάμε, αλλά αν αθροίσουμε κατοχικά δάνεια και προικοδοτήσεις και μπίζνες με μίζες, μας χρωστάνε κι’ από πάνω!

Υ.Γ. Πιστεύω να προσέξατε τις δηλώσεις Μπαρόζο, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να εισέλθει στη ζώνη του ευρώ, αλλά αυτό συνέβη μετά από σοβαρές πολιτικές πιέσεις εκ μέρους χωρών όπως η Γερμανία - και παρά την περί του αντιθέτου έκθεση της Κομισιόν, το 1998.

Ε, ρίξτε μια ματιά στις χρονολογίες και θα βεβαιωθείτε πως οι πιέσεις και τελικά η είσοδός μας στην ευρωζώνη, συμπίπτουν με την μετά το 1996 περίοδο, οπότε υπογράφηκαν (πάντα με έγκριση υπουργικού συμβουλίου) όλες οι συμβάσεις για τα υποβρύχια που έγερναν, τα λεωφορεία με τα... κέρατα και τα τρένα που δεν χωρούσαν στις ράγες...


Γράφει η Σοφία Βούλτεψη

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου