Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Εβδομήντα χρόνια πέρασαν από τον «αγώνα του θανάτου»-Όταν μια χούφτα ποδοσφαιριστών από το Κίεβο ταπείνωσε τους ναζί

Έχει καταγραφεί στην ιστορία σαν μια από τις περιπτώσεις που ένας ποδοσφαιρικός αγώνας ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια ενός αθλητικού γεγονότος. Αντίθετα, το αποτέλεσμα δεν έχει να κάνει μόνο με την επιτυχία στον αγωνιστικό χώρο, αλλά με την αντίστοιχη στη μάχη της υπεράσπισης των ιδεών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, στην υπεράσπιση του σοσιαλισμού, της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Μιας μάχης που στο τέλος μπορεί να περιμένει ο θάνατος, αλλά όταν αυτό γίνεται για τα ιδανικά τότε ακόμα και το τέλος περιβάλλεται με τιμή.
 

Η ιστορία του περίφημου «αγώνα του θανάτου» στο κατεχόμενο από τους ναζί Κίεβο το 1942, όπου κατέληξε στην εκτέλεση 15 Σοβιετικών ποδοσφαιριστών από την Ουκρανία, αφού τόλμησαν να αμφισβητήσουν με συγκεκριμένο τρόπο τους κατακτητές, είναι συγκλονιστική. Αλλά και διδακτική. Γιατί δείχνει ότι μια χούφτα άνθρωποι γαλουχημένοι με τις αρχές της Οκτωβριανής Επανάστασης δεν υπέκυψαν και δεν πρόδωσαν τα ιδανικά τους ούτε όταν βρέθηκαν… κατάφατσα με το θάνατο.

Η αρχή


Κίεβο 1941. Η πείνα, η εξαθλίωση αλλά και οι εκτελέσεις σε καθημερινή βάση είναι η πραγματικότητα στην ουκρανική πόλη που στενάζει κάτω από το ζυγό των ναζί, ενώ η επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Κατά την κατάκτηση του Κιέβου οι ναζί πιάνουν περίπου 630.000 αιχμαλώτους ανάμεσά τους και πολλούς αθλητές που ανήκουν στην ομάδα της Ντιναμό Κιέβου. 

Μιας ομάδας που είχε ιδρυθεί το 1927 από δυο νεαρούς Σοβιετικούς αξιωματικούς της αστυνομίας προκειμένου και στο Κίεβο (όπως και σε άλλες πόλεις) να υπάρχει παράρτημα του αθλητικού σωματείου Ντιναμό Κλαμπ που είχε ιδρύσει η Σοβιετική Αστυνομία. Μάλιστα, το γεγονός ότι οι περισσότεροι αθλητές αιχμάλωτοι ήταν αστυνομικοί έκανε τους ναζί να τους θεωρήσουν επικίνδυνους μπολσεβίκους και φυσικά έτυχαν… ειδικής μεταχείρισης. Όμως, η τύχη έπαιξε ένα καθοριστικό παιχνίδι. 

Ο επικεφαλής ενός αρτοποιείου που είχαν ανοίξει οι ναζί για τις ανάγκες του στρατού και δούλευαν Ουκρανοί εργάτες Γιόζεφ Κόρντιτς είχε μια απρόοπτη και καθοριστική συνάντηση. Ξαφνικά συνάντησε ένα πρωί σε άθλια κατάσταση από τις κακουχίες και τραυματισμένο από τον πόλεμο ίσως το μεγαλύτερο όνομα της προπολεμικής ποδοσφαιρικής Ντιναμό Κιέβου (αλλά και του τότε σοβιετικού ποδοσφαίρου) τον Κόλια Τρούσεβιτς. 

Αφού τον πήρε στο αρτοποιείο όπου ανάμεσα στους εργάτες υπήρχαν αρκετοί αθλητές της ομάδας του Κιέβου, η ιδέα της συγκρότησης μιας ποδοσφαιρικής ομάδας άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά στις αρχές του 1942. 

Ο Τρούσεβιτς άρχισε να ψάχνει για πρώην συμπαίκτες που ίσως να είχαν επιζήσει της γερμανικής επιδρομής όπως και για υπόλοιπους γνωστούς του παίκτες από άλλες ομάδες. Σε λίγο καιρό είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί τόσο από την Ντιναμό όσο και από άλλους συλλόγους.



Η ώρα της καταξίωσης
Την ίδια εποχή, στα πλαίσια της προπαγάνδας των ναζί στην πόλη και με τη βοήθεια ενός δοσίλογου του Ουκρανού εθνικιστή και πρώην ποδοσφαιριστή του Γκιόργκι Σφετσόφ επανέφεραν το ποδόσφαιρο στην πόλη δημιουργώντας παράλληλα και μια ομάδα τη Ρουχ. Ο Σφετσόφ προσπάθησε να πείσει όσους παίκτες ήταν στο αρτοποιείο και αποτελούσαν σπουδαία ονόματα του ποδοσφαίρου (ιδιαίτερα μάλιστα τον Τρούσεβιτς) να ενταχθούν στην ομάδα κυρίως για προπαγανδιστικούς λόγους. Το γεγονός όμως ότι ήταν συνεργάτης των Γερμανών και οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές της Ρουχ ήταν ομοϊδεάτες του δεν ενθουσίασε τους πρώην Σοβιετικούς ποδοσφαιριστές που με μπροστάρη τον Τρούσεβιτς αρνήθηκαν και δημιούργησαν τον δικό τους σύλλογο που ονόμασαν FC Start. Toν Ιούνιο του 1942 ορίζεται η έναρξη του λεγόμενου ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος Κιέβου με τον πρώτο αγώνα να είναι αυτός μεταξύ της Ρουχ και της Σταρτ. 

Για τον δοσίλογο Σφετσόφ το παιχνίδι είναι ένα μεγάλο στοίχημα, προκειμένου να τιμωρήσει την άρνηση των σοβιετικών αθλητών αλλά και να γίνει πιο αρεστός στους ναζί εάν η Ρουχ νικούσε. Οι παίκτες της Ρουχ ήταν κατάλληλα προετοιμασμένοι. Άδειες από τις δουλειές τους, καλύτερο υλικό εξοπλισμό, οργανωμένη προπόνηση. Στην αντίπερα όχθη, οι παίκτες της Σταρτ εκτός από τις μάλλινες φανέλες που κάπου είχαν βρει εγκαταλειμμένες τίποτα άλλο οργανωμένο. Ο καθένας ό,τι παπούτσια έβρισκε, προπόνηση στα διαλείμματα της δουλειάς (αφού το αρτοποιείο οι ναζί το ήθελαν ανοιχτό 24 ώρες). Όμως είχαν κάτι άλλο… 

Το πάθος να υπερασπιστούν τα ιδανικά τους. Κάτι που φάνηκε στα λόγια του Τρούσεβιτς λίγο πριν τον αγώνα, αφού σύμφωνα με μαρτυρίες τόνισε στους συμπαίκτες τους. «Δεν έχουμε όπλα να τους πολεμήσουμε. Θα παίξουμε με τα χρώματα της σημαίας μας. Οι φασίστες θα καταλάβουν ότι αυτό το χρώμα είναι ανίκητο». Και πραγματικά το τελικό σκορ 7-2 υπέρ της Σταρτ μαρτυράει το τι έγινε στο γήπεδο. Και ήταν μόνο η αρχή. Ακολούθησαν οι νίκες επί μιας ομάδας Ούγγρων στρατιωτών (συνεργάτες των Ναζί) με 6-2, μιας αντίστοιχης Ρουμάνων στρατιωτών (επίσης συνεργάτες) με 11-0 και μιας επίλεκτης του γερμανικού στρατού με 6-0.

Το τέλος…
Οι νίκες της Σταρτ είχαν πάρει μια μορφή αντίστασης, αφού οι κάτοικοι του Κιέβου έβλεπαν με αυτόν τον τρόπο την αμφισβήτηση των κατακτητών. Από την άλλη, οι ναζί και ντόπιοι συνεργάτες είχαν αρχίσει να θορυβούνται από το γεγονός και ιδιαίτερα μετά την ήττα της ομάδας του γερμανικού στρατού. Γι’ αυτό και αποφάσισαν να ορίσουν αντίπαλο της Σταρτ μια ομάδα επίλεκτων της Λουτβάφε, τη Φλάκελφ. Το πρώτο πείραμα στις 6 Αυγούστου αποτυγχάνει πλήρως για τους κατακτητές, αφού η ομάδα της Λουτβάφε χάνει με 5-1. Τώρα οι ναζί όρισαν αγώνα ρεβάνς τρεις μέρες μετά στις 9 Αυγούστου. 

Την ίδια ώρα ζητούν διπλασιασμό της παραγωγής του αρτοποιείου, με αποτέλεσμα στους παίκτες να μένει κάτι λιγότερο από τρεις ώρες τη μέρα για ύπνο. Αρχίζουν να απειλούν με εκτελέσεις και επιβάλλουν κλίμα τρομοκρατίας στους εργαζόμενους του αρτοποιείου έχοντας σαφή στόχο να τρομάξουν τους ποδοσφαιριστές που εργάζονται εκεί. 

Ο λαός του Κιέβου όμως την ημέρα του αγώνα ξέροντας τις τακτικές των ναζί δίνει βροντερό «παρών» κατακλύζοντας το γήπεδο της Ζενίτ και αψηφώντας τις δυνάμεις κατοχής που πάνοπλες έχουν περικυκλώσει το γήπεδο και τους γύρω χώρους. Η γερμανική ομάδα εμφανίζεται με 7 καινούργιους παίκτες σε σχέση με το πρώτο παιχνίδι, ενώ διαιτητής αναλαμβάνει ένας αξιωματικός των SS. 

Η αντίδραση των ποδοσφαιριστών της Σταρτ στο ξεκίνημα να μην χαιρετίσουν φασιστικά (παρά το γεγονός ότι τους είχαν επιβάλει να το κάνουν) αλλά να βάλουν το χέρι στο μέρος της καρδιάς έδειξε στον κόσμο ότι παρά τις δύσκολες συνθήκες και το γεγονός ότι οι Γερμανοί ήθελαν πάση θυσία τη ρεβάνς δε θα τους κάνουν τη …χάρη. Και πραγματικά έτσι έγινε. Παρά τα τερτίπια του διαιτητή και την αντιαθλητική συμπεριφορά των αντιπάλων παικτών το τελικό σκορ έγραψε 5-3 υπέρ της Σταρτ ξεσηκώνοντας όλους όσοι βρέθηκαν στις εξέδρες. 

Την ίδια ώρα Γερμανοί αξιωματούχοι και στρατιώτες δεν μπορούν να κρύψουν την ταπείνωση. Και αποφασίζουν να δράσουν… Διατάσσουν «έκτακτη ανάκριση» και αμέσως μετά το παιχνίδι οι ποδοσφαιριστές οδηγούνται στα γραφεία της γερμανικής διοίκησης. Δυο μέρες μετά, κάποιοι θα τους δουν να φορτώνονται σε στρατιωτικό φορτηγό με ισχυρή συνοδεία. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που κάποιος πολίτης του Κιέβου είδε τους ήρωες παίκτες της Σταρτ…

Πηγή: sday.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου