Θυμόμαστε ένα περιστατικό που συνέβη στα ελληνοαλβανικά σύνορα, λίγες ώρες μετά τη λήξη του Εμφυλίου, ακριβώς εξήντα τρία χρόνια πριν. Υπογράφει ο Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης...
Από τότε που τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος -σαν αύριο, 29 Αυγούστου- πέρασαν 63 ολόκληρα χρόνια. Και το πελώριο ΓΙΑΤΙ που προβάλλει γι’ αυτό το τραγικό για το έθνος αιματοκύλισμα εξακολουθεί να μένει αναπάντητο. Δεν ήταν μόνο λάθος, αλλά και κατάρα. Εξήντα τρία χρόνια μετά, δεν θα επαναλάβουμε ποιος έφταιγε, ποιος σκότωσε και ποιος εγκλημάτησε. Έχουν όλα καταγραφεί από την Ιστορία και μόνο μερικοί ιδεολογικά άρρωστοι σκαλίζουν, γιατί προφανώς τους αρέσει η οσμή των πτωμάτων…
Σήμερα θα φωτίσουμε μια άλλη πτυχή. Θα αποκαλύψω μια πράξη του πατέρα μου στον Εμφύλιο, που πολέμησε από τις τάξεις του Εθνικού Στρατού από την αρχή έως το τέλος του. Οταν ήμουν μικρός μου τα ’λεγε χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία γιατί δεν καταλάβαινα. Αργότερα, όταν γνώρισα τον Χαρίλαο Φλωράκη, κατάλαβα πλέον τι σημασία είχαν τα λόγια του.
Σήμερα, ο Χαρίλαος κείτεται στον Αη Λιά της Ραχούλας της Καρδίτσας και ο πατέρας μου Κωνσταντίνος, στα μνήματα των Κομνηνών της Ξάνθης. Είναι όμως σίγουρο, πώς οι ψυχές τους ανταμώνονται, συνομιλούν, λένε τα λάθη που έγιναν, από τα οποία μίκραινε αριθμητικά η πατρίδα μας και καταστράφηκε οικονομικά…
Σήμερα, λοιπόν, φωτίζουμε μια πράξη που ενώνει και δεν διχάζει, Ο Κώστας Κοντογιαννίδης -ο πατέρας μου-, λοχίας του 513 Τάγματος Πεζικού το 1949, που ζούσε στα Κομνηνά Ξάνθης και ήταν γνωστός σ’ όλη την περιοχή με το προσωνύμιο «ο Παπάγος» ( σ’ αυτόν έλαχε ο κλήρος να δώσει αναφορά στον στρατάρχη Παπάγο όταν εκείνος επισκέφθηκε προκεχωρημένα φυλάκια και μονάδες), ήταν από τους στρατευμένους εκείνους, που άκουσε να πέφτουν οι τελευταίες σφαίρες και οβίδες στην ελληνοαλβανική μεθόριο, που σήμαναν ουσιαστικά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Διηγείται:
«Από τον Άγιο Γερμανό, κοντά στην Πρέσπα, έβαζαν οι αντάρτες με τους όλμους. Οι οβίδες έπεφταν βροχηδόν. Τρέχαμε σαν τρελοί να κρυφτούμε. Μέσα στον πανικό μου μπήκα σε έναν λάκκο που άνοιξε μία οβίδα. Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή ότι στο ίδιο μέρος αποκλείεται να ξαναπέσει δεύτερη. Σώθηκα, αλλά δίπλα μου σκοτώθηκε ένας στρατιώτης με το μουλάρι που ήταν φορτωμένο με τον ασύρματο... Οταν σταμάτησε ο βομβαρδισμός σηκώθηκα, έκανα τον σταυρό μου κι έτρεξα στον στρατιώτη. Τον είδα διαμελισμένο και σοκαρίστηκα...».
Ο Κ. Κοντογιαννίδης.
«Επιχείρηση Πυρσός 3»
Οι αντάρτες, μετά το κλείσιμο των γιουγκοσλαβικών συνόρων από τον Τίτο, κυνηγημένοι από τον στρατό που εφάρμοζε την «Επιχείρηση Πυρσός 3», εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος και μπήκαν στην Αλβανία. Εκεί ουσιαστικά τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος και συνέβη ένα γεγονός που μένει ανεξίτηλα χαραγμένο βαθιά στη μνήμη του Κ. Κοντογιαννίδη.
«Από το Κερασοχώρι, κυνηγημένοι οι αντάρτες από τον στρατό, έμπαιναν στην Αλβανία μαζί με άλλους πολίτες, άνδρες και γυναίκες που τους ακολουθούσαν. Φτάσαμε κι εμείς εκεί, χωρίς να περάσουμε τα αλβανικά σύνορα. Τότε στο κοντινό δασάκι, μέσα από τις φυλλωσιές, άκουσα θόρυβο και μια γυναικεία φωνή. Πήγα -ως λοχίας επικεφαλής της διμοιρίας- και βρήκα μια γριούλα γύρω στα 60 με 65, ταλαιπωρημένη, γεμάτη ψείρες, νηστική και διψασμένη... “Δεν μπορώ” μου είπε. “Μη με σκοτώσεις!..”. Την καθησύχασα. “Μη φοβάσαι, δεν θα σε πειράξει κανείς”, της είπα και τη ρωτούσα ποια είναι και τι θέλει. Στην αρχή δεν μου απαντούσε. Οταν τη ρώτησα αν θέλει νερό, κούνησε το κεφάλι της. Της έδωσα το παγούρι μου και ήπιε… Το ήπιε ολο με ευχαρίστηση… “Οι άλλοι έφυγαν, εμένα δεν άντεξαν τα πόδια μου…”, είπε. Τη ρώτησα “ποια είσαι;”. “Είμαι η μάνα του Γιώτη”, απάντησε. “Ποιανού Γιώτη” ξαναρώτησα. “Ο γιος μου είναι καπετάνιος στον Δημοκρατικό Στρατό, τον λέν’ Χαρίλαο Φλωράκη… Πρέπει να’ ναι πέρα” και μου ’δειξε προς την Αλβανία… Γύρισε, με κοίταξε μ’ ένα ικετευτικό βλέμμα και με ρώτησε: “Τι θα με κάνετε;”. Την κοίταξα καλά, ήταν σε άθλια κατάσταση. “Πού θέλεις να πας”, της είπα. “Από εδώ ή από εκεί;”. “Εκεί που πάν’ κι οι δικοί μου”, είπε και μου έδειξε την Αλβανία. Της έπιασα το χέρι και τη βοήθησα να βγει από τις φυλλωσιές. Στο πρόσωπό της είδα τη μάνα που έχασα μικρός στον Πόντο… Την κατέβασα στο μονοπάτι και της είπα: “Από εδώ φύγανε οι δικοί σου, τράβα αυτό το μονοπάτι και θα τους βρεις. Πήγαινε στην ευχή της Παναγίας”, είπα. Με κοίταξε στα μάτια επίμονα, κούνησε το κεφάλι, μου ’πιασε το χέρι και είπε “ σ΄ ευχαριστώ, παιδί μου, να έχεις την ευχή μου" και έφυγε...».
Κάποιος στρατιώτης συζητούσε με άλλους συναδέλφους του το περιστατικό με τη γριούλα και το άκουσε ο επικεφαλής ανθυπολοχαγός, ο οποίος έβγαλε στην αναφορά τον πατέρα μου για να απολογηθεί. Ο πατέρας μου πλησίαζε τότε τα 29, με δύο παιδιά, ήταν γεμάτος θυμό, καθώς περίμενε να απολυθεί με τη λήξη του πολέμου. Πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση εναντίον των Βουλγάρων κατακτητών, δεινοπάθησε ως τορντουβάκι στα κάτεργα στη Βουλγαρία και στρατιώτης κατόπιν 40 μήνες, μπαρουτοκαπνισμένος, δεν μπορούσε να ανεχθεί παρατηρήσεις από έναν νεότερό του και με όχι τόσο μεγάλες προσφορές στην πατρίδα. Πήγε στην αναφορά και γεμάτος θυμό υπερασπίστηκε την πράξη του: «Πολεμάμε άνδρες και όχι γριούλες», είπε στον αντισυνταγματάρχη διοικητή του. « Στο πρόσωπό της είδα τη μάνα μου που οι Τούρκοι τη σκότωσαν μπροστά στα μάτια μου γιατί δεν ήθελε να καταδώσει τον άνδρα της που ήθελαν να τον πάρουν στα “τάγματα εργασίας”, από τα οποία δεν θα γύριζε ποτέ. Έκανα αυτό που μου έλεγε η συνείδησή μου…». Ο διοικητής τον συνεχάρη. «Η πράξη σου είναι πράξη ανθρωπιάς», του είπε.
Ο Χαρίλαος Φλωράκης με τη μητέρα του.
Τα δάκρυα του καπετάνιου
Την αφήγηση του πατέρα μου είχα καταγράψει στην κάμερα. Οταν έμαθα γύρω στο 2002 ότι ο Φλωράκης θα παραστεί σε μια εκδήλωση, γι' αυτόν στην Παλιά Βουλή, την πήρα μαζί μου. Τον πλησίασα πριν αρχίσει η εκδήλωση και του έδειξα σε μια γωνιά τα όσα είπε για τη μάνα του ο πατέρας μου. Λοξοκοιτώντας, έβλεπα από τα μάτια του, καθώς παρακολουθούσε με προσοχή, να κυλούν δάκρυα χωρίς να τα σκουπίζει… Μετά, μόλις τελείωσε το μικρό βίντεο, σκουπίζοντας τα δάκρυά του γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. «Ζει ο πατέρας σου;» με ρώτησε. Ναι, του απάντησα. «Να τον φιλήσεις εκ μέρους μου. Το περιστατικό το θυμάμαι, μου το είχε διηγηθεί η μάνα μου!.. Να μου τον φιλήσεις!» είπε και ξανασφούγγισε τα δάκρυά του.
Λίγη ώρα μετά ο Φλωράκης παρέστη στην εκδήλωση για να μιλήσει, αλλά επηρεασμένος προφανώς που του θύμισα τη μάνα του, άρχισε να μιλά γι’ αυτήν συγκινημένος μπροστά στις κάμερες και τα δάκρυα να τρέχουν και πάλι ποτάμι…
Ο Κ. Κοντογιαννίδης με τη διμοιρία του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου