Πριν πάνω από 2.000 χρόνια, ο Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος Μάρκος Τερέντιος Βάρρων έγραψε το πρώτο εγχειρίδιο εκτροφής. Στις σελίδες του έδινε συμβουλές για τη διατροφή των σκύλων με κριθαρόψωμο βουτηγμένο σε γάλα και με αρνίσια κόκαλα.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ήταν συνηθισμένο για τους Ευρωπαίους ευγενείς να διατηρούν κυνοκομεία για τα σκυλιά τους. Οι μάγειρες έφτιαχναν μεγάλα στιφάδα, αποτελούμενα κυρίως από κρέας και υποπροϊόντα κρέατος (καρδιές, συκώτια, πνευμόνια σφαγίων), σιτηρά και λαχανικά.
Τα σκυλιά στα κοινά νοικοκυριά σιτίζονταν ανεπαρκώς. Ταΐζονταν μόνο με ό,τι περίσσευε (αν περίσσευε) από το φαγητό των ιδιοκτητών τους. Η διατροφή ενός μέσου οικόσιτου σκύλου αποτελούταν από κόρες ψωμιού, γυμνά κόκαλα, πατάτες, λάχανα ή ό,τι μπορούσε να βρει το ζώο από μόνο του.
Κατά το 18ο αιώνα, τα σκυλιά των αγροικιών, τα οποία έπρεπε να είναι σε καλή κατάσταση υγείας προκειμένου να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, ταΐζονταν τακτικά με μίγματα σιτηρών και λαρδιού. Στις πόλεις θα μπορούσε κανείς να βγάλει αξιοπρεπές εισόδημα αναζητώντας νεκρά άλογα στους δρόμους, κόβοντάς τα σε κομμάτια και πωλώντας το κρέας σε πλούσιους ιδιοκτήτες σκύλων.
Υπήρχαν και εξαιρέσεις: Οι πάμπλουτοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, τάιζαν τα σκυλιά τους με τροφή μακράν καλύτερη από αυτήν που λάμβαναν οι περισσότεροι άνθρωποι. Τον 19ο αιώνα η αυτοκράτειρα Τζου Σι της Κίνας τάιζε τα πεκινουά της πτερύγια καρχαρία, στήθος ορτυκιού και γάλα αντιλόπης. Οι Ευρωπαίοι ευγενείς τάιζαν τα σκυλιά τους ψητή πάπια, κέικ, γλυκά, ακόμα και αλκοολούχα ποτά.
Πολυτελές φαγητό
Στα μέσα του 19ου αιώνα, η Βιομηχανική Επανάσταση δημιούργησε μια αναπτυσσόμενη μεσαία τάξη με περισσότερη πολυτέλεια και ελεύθερο χρόνο· και τα κατοικίδια είχαν ήδη αρχίσει να θεωρούνται είδη πολυτελείας από τους απλούς πολίτες. Το αποτέλεσμα ήταν οι ζωοτροφές να έρθουν στο επίκεντρο.
Περισσότερα κατοικίδια και λεφτά σήμαινε την έλευση ενός νέου επαγγέλματος: Της κτηνιατρικής. Ιδρύθηκε επισήμως στις ΗΠΑ το 1895, αλλά πολλοί αυτόκλητοι ειδικοί ήδη έδιναν συμβουλές για τη διατροφή των σκύλων. Πολλοί υποστήριζαν πως οι σκύλοι έπρεπε να «εκπολιτισθούν» και, μιας και τα άγρια σκυλιά έτρωγαν ωμό κρέας, τα κατοικίδια δε θα έπρεπε να κάνουν το ίδιο (μια συμβουλή που επηρέασε τη βιομηχανία ζωοτροφών για δεκαετίες)
Στα τέλη της δεκαετίας του 1850, ένας νεαρός ηλεκτρολόγος από το Σινσινάτι των ΗΠΑ, ονόματι Τζέιμς Σπρατ, πήγε στο Λονδίνο για να πουλήσει αλεξικέραυνα. Όταν το πλοίο ελλιμενίστηκε, τα μέλη του πληρώματος έριξαν τα υπολείμματα απ’ τα μπισκότα του πλοίου στην αποβάθρα, όπου καταβροχθίστηκαν από αγέλες σκύλων. Αυτό έδωσε μια ιδέα στον Σπρατ. Τα «μπισκότα των πλοίων» ήταν το φαγητό των ναυτών για αιώνες. Αλεύρι, νερό και αλάτι αναμειγνύονταν, ψήνονταν κι αφήνονταν να σκληρύνουν και να στεγνώσουν. Τα μπισκότα αποθηκεύονταν εύκολα και είχαν μεγάλη διάρκεια ζωής προτού αρχίσουν να χαλάνε, πράγμα πολύ σημαντικό στην προ ψυγείου εποχή. Και έμοιαζαν πολύ με τα σημερινά μπισκότα για σκύλους.
Ο Σπρατ σκέφτηκε πως θα μπορούσε να φτιάξει φτηνά μπισκότα και να τα πουλήσει στον ολοένα κι αυξανόμενο αριθμό αστών κατόχων σκύλων. Η συνταγή του: ένα ψημένο μίγμα από σιτάρι, τεύτλα και λαχανικά, δεμένα με αίμα μοσχαριού. Όταν τα μπισκότα βγήκαν στο εμπόριο το 1860 γεννήθηκε η βιομηχανία ζωοτροφών για κατοικίδια. Το προϊόν έκανε μεγάλη επιτυχία στην Αγγλία και ο Σπρατ επεκτάθηκε και στην Αμερική.
Κι άλλοι ακολούθησαν τον Σπρατ:
- Η Εταιρεία Μπισκότων Bennet άνοιξε το 1908, παρασκευάζοντας μπισκότα σε σχήμα κόκαλου. Η Bennet δημιούργησε και το πρώτο φαγητό για κουτάβια και ήταν η πρώτη εταιρεία που λάνσαρε διαφορετικά πακέτα φαγητών ανάλογα με τη ράτσα του σκύλου.
- Το 1931 η Εθνική Εταιρεία Μπισκότων Nabisco αγόρασε την εταιρεία του Bennet και ονόμασε εκ νέου τα μπισκότα milkbones (κόκαλα γάλακτος). Στη συνέχεια προσέλαβαν 3.000 πωλητές με στόχο να βάλουν τα milkbones στα καταστήματα και στο μυαλό των καταναλωτών. Για πρώτη φορά, τα μπισκότα σκύλων έγιναν κομμάτι της τυπικής αγοράς τροφίμων.
- Το 1922 η εταιρεία Chapel Brothers λάνσαρε το Ken-L-Ration, την πρώτη κονσερβοποιημένη τροφή για σκύλους στις ΗΠΑ. Ήταν από κρέας αλόγου. Το 1930 η εταιρεία άρχισε να χορηγεί ένα σόου στο ραδιόφωνο, τις περιπέτειες του Rin Tin Tin. Η κονσέρβα έκανε τόσο μεγάλη επιτυχία που στα μέσα της δεκαετίας του ’30 η εταιρεία εξέτρεφε άλογα αποκλειστικά για σκυλοτροφή και έσφαζε 50.000 το χρόνο.
Το 1941, η κονσερβοποιημένη τροφή για σκύλους είχε μερίδιο αγοράς που άγγιζε το 90%, ώσπου οι ΗΠΑ εισήλθαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επιβλήθηκε διανομή με το δελτίο για το κρέας και τον κασσίτερο, την πρώτη ύλη για τις κονσέρβες. Έτσι, η ξηρά τροφή για σκύλους έγινε ξανά δημοφιλής.
Το 1950 η εταιρεία Ralston Purina Co. Κατέγραψε τα παράπονα των καταναλωτών σχετικά με την εμφάνιση, υφή και το βαθμό χώνευσης της ξηράς τροφής για σκύλους. Ανέπτυξε λοιπόν μια νέα μυστική συνταγή, δανειζόμενη ένα εκθλιπτικό μηχάνημα από μια εταιρεία δημητριακών . Αυτό ήταν το Purina Dog Chow, που το λάτρεψαν οι σκύλοι, το χώνευαν εύκολα και που εν τέλει κυριάρχησε στην αγορά – και κυριαρχεί μέχρι σήμερα.
Το 1964, το Ινστιτούτο Τροφών Κατοικίδιων, ένα λόμπι για τη βιομηχανία ζωοτροφών, ξεκίνησε μια εκστρατεία να ενθαρρύνει τον κόσμο να ταΐζει τα σκυλιά του με αποκλειστικά συσκευασμένο φαγητό. Χρηματοδότησαν «έρευνες» που δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά, οι οποίες ανέλυαν τα πλεονεκτήματα του επεξεργασμένου φαγητού για σκύλους. Το Ινστιτούτο έφτασε να χρηματοδοτήσει μια ραδιοφωνική διαφήμιση για τους «κινδύνους των αποφαγιών».
Η βιομηχανία σκυλοτροφών ξόδευε το απίστευτο ποσό των 50 εκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο σε διαφημίσεις. Χαρακτηριστικοί ήταν οι «πόλεμοι του μοσχαριού», με τις ανταγωνιζόμενες εταιρείες να ισχυρίζονται όλες πως έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό μοσχαριού στις τροφές τους.
Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, παράγοντες όπως ο αυξημένος αριθμός ρατσών και η αυξανόμενη εγκληματικότητα έκαναν την ιδιοκτησία σκύλου να απογειωθεί. Μέχρι το 1975 υπήρχαν περισσότερες από 1.500 μάρκες σκυλοτροφών!
Σήμερα, περισσότερο από 4.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα σόγιας, 5.400 τ.χλμ. καλαμποκιού και 1,7 εκατομμύρια τόνοι κρέατος μετατρέπονται σε ζωοτροφές κάθε χρόνο. Υπάρχουν περισσότερα από 65 εκατομμύρια σκυλιά στις ΗΠΑ και η βιομηχανία ζωοτροφών υπερβαίνει τα 11 δισ. και ολοένα αυξάνεται.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ήταν συνηθισμένο για τους Ευρωπαίους ευγενείς να διατηρούν κυνοκομεία για τα σκυλιά τους. Οι μάγειρες έφτιαχναν μεγάλα στιφάδα, αποτελούμενα κυρίως από κρέας και υποπροϊόντα κρέατος (καρδιές, συκώτια, πνευμόνια σφαγίων), σιτηρά και λαχανικά.
Τα σκυλιά στα κοινά νοικοκυριά σιτίζονταν ανεπαρκώς. Ταΐζονταν μόνο με ό,τι περίσσευε (αν περίσσευε) από το φαγητό των ιδιοκτητών τους. Η διατροφή ενός μέσου οικόσιτου σκύλου αποτελούταν από κόρες ψωμιού, γυμνά κόκαλα, πατάτες, λάχανα ή ό,τι μπορούσε να βρει το ζώο από μόνο του.
Κατά το 18ο αιώνα, τα σκυλιά των αγροικιών, τα οποία έπρεπε να είναι σε καλή κατάσταση υγείας προκειμένου να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, ταΐζονταν τακτικά με μίγματα σιτηρών και λαρδιού. Στις πόλεις θα μπορούσε κανείς να βγάλει αξιοπρεπές εισόδημα αναζητώντας νεκρά άλογα στους δρόμους, κόβοντάς τα σε κομμάτια και πωλώντας το κρέας σε πλούσιους ιδιοκτήτες σκύλων.
Υπήρχαν και εξαιρέσεις: Οι πάμπλουτοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, τάιζαν τα σκυλιά τους με τροφή μακράν καλύτερη από αυτήν που λάμβαναν οι περισσότεροι άνθρωποι. Τον 19ο αιώνα η αυτοκράτειρα Τζου Σι της Κίνας τάιζε τα πεκινουά της πτερύγια καρχαρία, στήθος ορτυκιού και γάλα αντιλόπης. Οι Ευρωπαίοι ευγενείς τάιζαν τα σκυλιά τους ψητή πάπια, κέικ, γλυκά, ακόμα και αλκοολούχα ποτά.
Πολυτελές φαγητό
Στα μέσα του 19ου αιώνα, η Βιομηχανική Επανάσταση δημιούργησε μια αναπτυσσόμενη μεσαία τάξη με περισσότερη πολυτέλεια και ελεύθερο χρόνο· και τα κατοικίδια είχαν ήδη αρχίσει να θεωρούνται είδη πολυτελείας από τους απλούς πολίτες. Το αποτέλεσμα ήταν οι ζωοτροφές να έρθουν στο επίκεντρο.
Περισσότερα κατοικίδια και λεφτά σήμαινε την έλευση ενός νέου επαγγέλματος: Της κτηνιατρικής. Ιδρύθηκε επισήμως στις ΗΠΑ το 1895, αλλά πολλοί αυτόκλητοι ειδικοί ήδη έδιναν συμβουλές για τη διατροφή των σκύλων. Πολλοί υποστήριζαν πως οι σκύλοι έπρεπε να «εκπολιτισθούν» και, μιας και τα άγρια σκυλιά έτρωγαν ωμό κρέας, τα κατοικίδια δε θα έπρεπε να κάνουν το ίδιο (μια συμβουλή που επηρέασε τη βιομηχανία ζωοτροφών για δεκαετίες)
Στα τέλη της δεκαετίας του 1850, ένας νεαρός ηλεκτρολόγος από το Σινσινάτι των ΗΠΑ, ονόματι Τζέιμς Σπρατ, πήγε στο Λονδίνο για να πουλήσει αλεξικέραυνα. Όταν το πλοίο ελλιμενίστηκε, τα μέλη του πληρώματος έριξαν τα υπολείμματα απ’ τα μπισκότα του πλοίου στην αποβάθρα, όπου καταβροχθίστηκαν από αγέλες σκύλων. Αυτό έδωσε μια ιδέα στον Σπρατ. Τα «μπισκότα των πλοίων» ήταν το φαγητό των ναυτών για αιώνες. Αλεύρι, νερό και αλάτι αναμειγνύονταν, ψήνονταν κι αφήνονταν να σκληρύνουν και να στεγνώσουν. Τα μπισκότα αποθηκεύονταν εύκολα και είχαν μεγάλη διάρκεια ζωής προτού αρχίσουν να χαλάνε, πράγμα πολύ σημαντικό στην προ ψυγείου εποχή. Και έμοιαζαν πολύ με τα σημερινά μπισκότα για σκύλους.
Ο Σπρατ σκέφτηκε πως θα μπορούσε να φτιάξει φτηνά μπισκότα και να τα πουλήσει στον ολοένα κι αυξανόμενο αριθμό αστών κατόχων σκύλων. Η συνταγή του: ένα ψημένο μίγμα από σιτάρι, τεύτλα και λαχανικά, δεμένα με αίμα μοσχαριού. Όταν τα μπισκότα βγήκαν στο εμπόριο το 1860 γεννήθηκε η βιομηχανία ζωοτροφών για κατοικίδια. Το προϊόν έκανε μεγάλη επιτυχία στην Αγγλία και ο Σπρατ επεκτάθηκε και στην Αμερική.
Κι άλλοι ακολούθησαν τον Σπρατ:
- Η Εταιρεία Μπισκότων Bennet άνοιξε το 1908, παρασκευάζοντας μπισκότα σε σχήμα κόκαλου. Η Bennet δημιούργησε και το πρώτο φαγητό για κουτάβια και ήταν η πρώτη εταιρεία που λάνσαρε διαφορετικά πακέτα φαγητών ανάλογα με τη ράτσα του σκύλου.
- Το 1931 η Εθνική Εταιρεία Μπισκότων Nabisco αγόρασε την εταιρεία του Bennet και ονόμασε εκ νέου τα μπισκότα milkbones (κόκαλα γάλακτος). Στη συνέχεια προσέλαβαν 3.000 πωλητές με στόχο να βάλουν τα milkbones στα καταστήματα και στο μυαλό των καταναλωτών. Για πρώτη φορά, τα μπισκότα σκύλων έγιναν κομμάτι της τυπικής αγοράς τροφίμων.
- Το 1922 η εταιρεία Chapel Brothers λάνσαρε το Ken-L-Ration, την πρώτη κονσερβοποιημένη τροφή για σκύλους στις ΗΠΑ. Ήταν από κρέας αλόγου. Το 1930 η εταιρεία άρχισε να χορηγεί ένα σόου στο ραδιόφωνο, τις περιπέτειες του Rin Tin Tin. Η κονσέρβα έκανε τόσο μεγάλη επιτυχία που στα μέσα της δεκαετίας του ’30 η εταιρεία εξέτρεφε άλογα αποκλειστικά για σκυλοτροφή και έσφαζε 50.000 το χρόνο.
Το 1941, η κονσερβοποιημένη τροφή για σκύλους είχε μερίδιο αγοράς που άγγιζε το 90%, ώσπου οι ΗΠΑ εισήλθαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επιβλήθηκε διανομή με το δελτίο για το κρέας και τον κασσίτερο, την πρώτη ύλη για τις κονσέρβες. Έτσι, η ξηρά τροφή για σκύλους έγινε ξανά δημοφιλής.
Το 1950 η εταιρεία Ralston Purina Co. Κατέγραψε τα παράπονα των καταναλωτών σχετικά με την εμφάνιση, υφή και το βαθμό χώνευσης της ξηράς τροφής για σκύλους. Ανέπτυξε λοιπόν μια νέα μυστική συνταγή, δανειζόμενη ένα εκθλιπτικό μηχάνημα από μια εταιρεία δημητριακών . Αυτό ήταν το Purina Dog Chow, που το λάτρεψαν οι σκύλοι, το χώνευαν εύκολα και που εν τέλει κυριάρχησε στην αγορά – και κυριαρχεί μέχρι σήμερα.
Το 1964, το Ινστιτούτο Τροφών Κατοικίδιων, ένα λόμπι για τη βιομηχανία ζωοτροφών, ξεκίνησε μια εκστρατεία να ενθαρρύνει τον κόσμο να ταΐζει τα σκυλιά του με αποκλειστικά συσκευασμένο φαγητό. Χρηματοδότησαν «έρευνες» που δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά, οι οποίες ανέλυαν τα πλεονεκτήματα του επεξεργασμένου φαγητού για σκύλους. Το Ινστιτούτο έφτασε να χρηματοδοτήσει μια ραδιοφωνική διαφήμιση για τους «κινδύνους των αποφαγιών».
Η βιομηχανία σκυλοτροφών ξόδευε το απίστευτο ποσό των 50 εκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο σε διαφημίσεις. Χαρακτηριστικοί ήταν οι «πόλεμοι του μοσχαριού», με τις ανταγωνιζόμενες εταιρείες να ισχυρίζονται όλες πως έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό μοσχαριού στις τροφές τους.
Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, παράγοντες όπως ο αυξημένος αριθμός ρατσών και η αυξανόμενη εγκληματικότητα έκαναν την ιδιοκτησία σκύλου να απογειωθεί. Μέχρι το 1975 υπήρχαν περισσότερες από 1.500 μάρκες σκυλοτροφών!
Σήμερα, περισσότερο από 4.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα σόγιας, 5.400 τ.χλμ. καλαμποκιού και 1,7 εκατομμύρια τόνοι κρέατος μετατρέπονται σε ζωοτροφές κάθε χρόνο. Υπάρχουν περισσότερα από 65 εκατομμύρια σκυλιά στις ΗΠΑ και η βιομηχανία ζωοτροφών υπερβαίνει τα 11 δισ. και ολοένα αυξάνεται.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου